Το χρονικό μιας πολιτείας

Διαθεματική δραστηριότητα των μαθητών του Α4.


Γράφτηκε την άνοιξη του 1937, όταν ο Πρεβελάκης σπούδαζε στο Παρίσι. Η πολιτεία είναι το Ρέθυμνο, ο γενέθλιος τόπος του. Η νοσταλγία και η λατρεία γι' αυτόν τον αγαπημένο τόπο είναι το βασικό του κίνητρο. Με μεγάλη ζωντάνια και παραστατικότητα παρουσιάζεται στον αναγνώστη αυτός ο ευλογημένος τόπος, οι άνθρωποι, οι αρετές τους και τα βάσανά τους κατά την περίοδο 1898-1924. Τα στοιχεία του τόπου μαγεύουν τον αναγνώστη.

Το κάστρο, το λιμάνι, η αμμουδιά,η θάλασσα, ο κήπος, τα τζαμιά, οι εκκλησιές, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, μαζί με τους ανθρώπους που ζουν και κινούνται σ' αυτά, μας μεταφέρουν νοερά σε άλλες εποχές.

Οι πολίτες του Ρεθύμνου «αγαθοί, σεμνοί και συνάμα περήφανοι, διαβασμένοι και καλότροποι», φιλόξενοι και νοικοκύρηδες. Κοινό χαρακτηριστικό του τόπου και των ανθρώπων, η αρχοντιά.

Διαβάζοντας το Χρονικό μιας πολιτείας αντλούμε επίσης ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των κατοίκων, για τις ασχολίες τους, για τις επιδόσεις τους στα γράμματα και τις τέχνες, για επαγγέλματα που δεν υπάρχουν πια.

Ακόμα πληροφορούμαστε για περιστατικά που τάραξαν την καθημερινότητα των ανθρώπων, όπως το γκρέμισμα του μιναρέ από το δυνατό νοτιά, το «κάρφωμα» του πλοίου μέσα στο λιμάνι και οι ανεπιτυχείς προσπάθειες για την ανέλκυσή του. Τέλος, μας εντυπωσιάζει η συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων και μας συγκίνησε ιδιαίτερα ο πόνος τους, όταν χρειάστηκε μετά τη συνθήκη της Λοζάνης, να εγκαταλείψουν το Ρέθυμνο οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας κατάφερε στο ακέραιο να διασώσει τη ζωή της αγαπημένης του πόλης από τη λήθη και να την κάνει γνωστή στις επόμενες γενιές. Χαρακτηριστικά γράφει: «θα 'θελα εδώ μέσα να ζήσει το Ρέθεμνος. Να ζήσει μέσα από μένα, που 'μαι κλωνάρι δικό του».

Βέβαια, ο αρμονικός παραδοσιακός κόσμος που περιγράφει ο Πρεβελάκης στο Χρονικό του δεν υπάρχει πλέον. Η νοσταλγία του συγγραφέα για τη γενέθλια γη μένει χωρίς επιστροφή. Από την άποψη αυτή το Χρονικό είναι ένας θρήνος για κάτι που χάνεται οριστικά.

Μεταφέρουμε αυτούσια την τελευταία παράγραφο:

«Τέτοια ώρα νυχτερινή κι ανοιξιάτα, στα πωρικά μυρισμένη, βάνω κι εγώ στο νου μου το Ρέθεμνος και γυρίζω κοντά του. Έβγαλα από τον πόνο του τούτο το χρονικό που, αν και λυπητερό, παραμύθησε την ψυχή μου στην ξενιτιά, και του το φέρνω. Το κρατώ σαν τάμα πάνω στην καρδιά μου, δεν ξέρω πως να το χωριστώ και να του το χαρίσω. Θα 'θελα να να 'ναι κι αυτό λουλουδισμένο, μυρισμένο απ' ό,τι καλύτερο έχω στα στήθη μου, και δυνατό μέσα στον καιρό. Θα το 'θελα να ζει σήμερα και αύριο και πάντα, και να μη χάσει ποτέ τη δροσεράδα του.»

 


Go to top