ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

Λίγοι είναι προφανώς εκείνοι που δεν προβληματίστηκαν, συζήτησαν ή έστω άκουσαν για την Εγκύκλιο Γ2/61723-13/6/2002, την οποία έλαβαν όλα τα σχολεία της χώρας μας στις 10 Ιουλίου του 2008. Η εν λόγω εγκύκλιος προβλέπει την απαλλαγή από το υποχρεωτικό μάθημα των Θρησκευτικών σε Δημοτικά-Γυμνάσια-Λύκεια, χωρίς μάλιστα την υποχρέωση της αιτιολόγησης. Πλέον, λοιπόν,

μια απλή γραπτή δήλωση του κηδεμόνα αρκεί, έτσι ώστε ο μαθητής να απαλλαγεί από την παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών, εφόσον αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις θρησκευτικές, ιδεολογικές και άλλες πεποιθήσεις του. Η συγκεκριμένη απόφαση του Υπουργείου Παιδείας, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων, ενώ οι απόψεις πάνω στο θέμα αυτό συνεχίζουν να διίστανται.


Από τη μία πλευρά γίνεται λόγος για «αυτονόητο δικαίωμα» των μαθητών να απέχουν της παρακολούθησης του μαθήματος χωρίς την υποχρέωση της αιτιολόγησης, δικαίωμα το οποίο στερούνταν οι πολίτες για δεκαετίες. Πράγματι, το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας μας προβλέπει  την ελευθερία όλων των ατόμων να διατηρούν τις δικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις και να εκτελούν ακώλυτα τη λατρεία τους, πράγμα που τονίζεται με τη συγκεκριμένη εγκύκλιο. Ειδικά στις μέρες μας, όπου η πολυπολιτισμική ελληνική κοινωνία αποτελείται από πλήθος αλλοδαπών και αλλόθρησκων και ο αριθμός των μη Χριστιανών Ορθόδοξων που φοιτούν στα σχολεία ανέρχεται στο σημαντικό ποσοστό του 10-15%,  το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας θα ήταν αδύνατο να παραβιαστεί. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο, η ελεύθερη απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών υποστηρίζεται και από πολλούς γονείς, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες κάνουν παράπονα σχετικά με την υποχρέωσή τους να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των παιδιών τους, κάτι που η εγκύκλιος του Υπουργείου αναιρεί, δίνοντας τέλος στον «παραλογισμό» της υποχρέωσης των μαθητών να «παραδεχτούν» ότι ανήκουν σε άλλο θρήσκευμα, όπως αναφέρει και  ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Γονέων και Κηδεμόνων, Θωμάς Τσούπος.

Από την άλλη όμως πλευρά δεν είναι λίγοι και αυτοί που αντιμετωπίζουν την απόφαση αυτή του Υπουργείου αρνητικά και με καχυποψία, θεωρώντας ότι στην περίπτωση απαλλαγής από τα Θρησκευτικά, κάποιου είδους αιτιολόγηση είναι απαραίτητη. Κύριος λόγος μη υποστήριξης της εγκυκλίου αποτελεί η αντίληψη ότι εφόσον ένας μαθητής ανήκει σε κάποιο άλλο θρήσκευμα ή παραμένει άθεος, δεν υπάρχει λόγος να μην πληροφορηθεί το σχολείο για αυτό, αφού η θρησκεία, μια καθαρά εσωτερική υπόθεση, δεν αποτελεί πράγμα για το οποίο κάποιος οφείλει να ντρέπεται ή  να αισθάνεται μειονεκτικά. Πράγματι, το ίδιο το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας είναι αντίθετο απέναντι σε κάθε είδους κριτική που αφορά το θρήσκευμα, οπότε δεν πρέπει να υπάρχει τέτοιος φόβος εκ μέρους των μαθητών. Με την αιτιολόγηση, λοιπόν, τα σχολεία θα ήταν σίγουρα ότι ο μαθητής και η οικογένειά του θα είχαν ένα σοβαρό λόγο απαλλαγής από τα θρησκευτικά, ώστε περιστατικά στα οποία ένας μαθητής απαλλάσσεται από το μάθημα των θρησκευτικών απλά και μόνο για να έχει δύο κενές ώρες την εβδομάδα ή λιγότερη μελέτη ενόψει των εξετάσεων να αποφεύγονται. Κάτι τέτοιο θα έκανε πιο εύκολο και το έργο των καθηγητών άλλων ειδικοτήτων, οι οποίοι είναι συχνά υποχρεωμένοι να δέχονται στο μάθημά τους παιδιά, τα οποία δεν έχουν τι να κάνουν, απαλλαγμένα από το μάθημα των Θρησκευτικών, κάτι που συχνά αναγκαστικά μειώνει την ποιότητα του μαθήματος. Συγχρόνως, η όλο και ευκολότερη απαλλαγή από τα θρησκευτικά θα έχει πιθανότατα ως συνέπεια το στιγματισμό πολλών παιδιών ως «αυτός που δεν κάνει θρησκευτικά» ή ακόμα χειρότερο «αυτός που δεν έχει όρεξη να κάνει θρησκευτικά», κάτι που φυσικά δε θα ευχαριστούσε ούτε το μαθητή ούτε τους γονείς του, και θα είχε αποφευχθεί σε περίπτωση που ο μαθητής είχε δηλώσει ξεκάθαρα τις ιδέες που τον εμποδίζουν να παρακολουθήσει τη διδασκαλία των θρησκευτικών. Τέλος,  οι ίδιοι οι γονείς θα πρέπει να αναρωτηθούν πώς θα αισθάνονταν αν η απαλλαγή αφορούσε τους ίδιους και το επάγγελμά τους, όπως ακριβώς αφορά τα παιδιά τους και την ιδιότητά τους ως μαθητές. Γιατί όπως αυτά θα στερηθούν την παρακολούθηση των θρησκευτικών στο σχολείο, έτσι ακριβώς δε θα έπρεπε και οι ίδιοι να εργάζονται τόσο την Κυριακή όσο και την περίοδο του Πάσχα, των Χριστουγέννων κ.τ.λ, μιας και οι ημερομηνίες αυτές δε θα είχαν καμία απολύτως σημασία για αυτούς;!

Πιστεύω, τελειώνοντας, ότι το κράτος θα έπρεπε να πάρει διαφορετικά μέτρα από την  ελεύθερη απαλλαγή από τα θρησκευτικά, η οποία όχι μόνο έρχεται δίκαια σε αντίθεση με τις αντιλήψεις ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού και δίνει στα θρησκευτικά την εικόνα ενός προαιρετικού μαθήματος, αλλά παράλληλα δε λύνει οριστικά το πρόβλημα της άνισης αντιμετώπισης των αλλόθρησκων στη χώρα μας. Είμαι λοιπόν της γνώμης ότι κάποια αλλαγή στον τρόπο διδασκαλίας του "αμφιλεγόμενου" αυτού μαθήματος, έτσι ώστε να περικλείει και τις υπόλοιπες θρησκείες και δοξασίες και να μην περιορίζεται σε ένα μέρος του πληθυσμού (θρησκειολογία), θα ήταν πιο ουσιαστική και θα απευθυνόταν τόσο στους Έλληνες μαθητές όσο και σε αλλοδαπούς και αλλόθρησκους μαθητές. Εξάλλου, τα θρησκευτικά στις μέρες μας δε θα πρέπει να έχουν κατηχητικό περιεχόμενο, αλλά να προσφέρουν στους μαθητές τις απαραίτητες γνώσεις προκειμένου να ακολουθήσουν οι ίδιοι τα θρησκευτικά «πιστεύω» που τους εκφράζουν και να μην περιορίζονται στην επαφή με μία μόνο θρησκεία.

 

 

Καραμανώλης Νεκτάριος, Γ2

Go to top