ΤΟ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ανάγκη ανάκτησης της χαμένης εμπιστοσύνης του.

του Κώστα Φ.Μαραγιάννη

Φιλολόγου Λυκείου Θέρμου Αιτ/νίας

Δημοτικού Συμβούλου Δ.Θέρμου


Με αφορμή τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για την εκπαίδευση και την αναγκαιότητα για την εκπόνηση ενός νέου συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, όλοι συμφωνούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει και να πετύχει οποιαδήποτε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αν δεν λάβει υπόψη της τον εκπαιδευτικό και δεν αναζητήσει τους τρόπους και τα μέσα αναβάθμισής του στην εκπαιδευτική διαδικασία. Και γίνεται, συχνά, λόγος για την ανάγκη οικονομικής αναβάθμισής του, ώστε με έναν ικανοποιητικό μισθό, να μπορεί να ζεί με άνεση και αξιοπρέπεια  και να αφιερωθεί αποκλειστικά στο διδακτικό του έργο στο σχολείο.

Πέρα,όμως, από την παραπάνω αναγκαιότητα, που από μόνη της δεν επαρκεί για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις αναβάθμισης και καταξίωσης του στα μάτια των μαθητών,των γονέων και της ευρύτερης κοινωνίας, χρειάζονται και κάποια άλλα πράγματα και πρωτοβουλίες που έχουν σχέση με τη φύση του επαγγέλματος και της δουλειάς που προσφέρει στο σχολείο, αφού όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι εντελώς διαφορετική από οποιαδήποτε δουλειά των υπολοίπων εργαζομένων. Άλλωστε,δεν είναι τυχαίο ότι το επάγγελμα του εκπαιδευτικού χαρακτηρίζεται ως λειτούργημα.

Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει άμεση σχέση με το γεγονός ότι ο εκπαιδευτικός βρίσκεται καθημερινά σε επαφή με παιδιά και εφήβους που βρίσκονται στο δύσκολο στάδιο της προσαρμογής και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας, σε μια εποχή δύσκολη, με έντονο το κλίμα του ατομικισμού,της ιδιοτέλειας, του ωχαδελφισμού, της αποθέωσης του ισχυρού και της απομάκρυνσης από κάθε ηθική  και πνευματική αξία. Μια εποχή που επιβραβεύει και αναδεικνύει το τίποτα και προωθεί τη λογική «της ήσσονος προσπαθείας».

Παράλληλα,όλο και περισσότερα παιδιά σήμερα, αντιμετωπίζουν προβλήματα από πολύ μικρή ηλικία, προβλήματα που έχουν σχέση με μια κακή σχέση με την οικογένειά τους, με την αδυναμία των γονιών να τα προσεγγίσουν και να επικοινωνήσουν μαζί τους, ενώ, αρκετές είναι και οι περιπτώσεις παιδιών που για διάφορους λόγους, έχουν ξεκοπεί εντελώς από την οικογένεια.

Η διαχείριση, λοιπόν, της τάξης σε καθημερινή βάση, είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο εκπαιδευτικός. Καθημερινά, είναι εκτεθειμένος στα  μάτια των παιδιών και των  εφήβων που ελέγχουν και αξιολογούν το κάθε τι που θα πει και την κάθε εκδήλωση της συμπεριφοράς του, προς το σύνολο της τάξης και σε κάθε παιδί ξεχωριστά.Και η δυσκολία της διαχείρισης βρίσκεται στο γεγονός ότι μέσα στην ίδια τάξη βρίσκονται παιδιά από διαφορετικό οικογενειακό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό και τα τελευταία χρόνια εθνικό και φυλετικό περιβάλλον με τον ερχομό χιλιάδων μεταναστών.Έχει χρέος να βρίσκεται σε μια διαρκή εγρήγορση για να απαντήσει σε καθετί που μπορεί να είναι από ερωτήσεις γνωστικού περιεχομένου, μέχρι ερωτήσεις με στοιχεία κακεντρέχειας, επιθετικότητας -πρόκλησης ή ερωτήσεις που έχουν σχέση με σοβαρά προβλήματα, προσωπικά και οικογενειακά των μαθητών. Πρέπει να γνωρίζει να ελίσσεται σε περιπτώσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς και να παρουσιάζεται ευαίσθητος και ανθρώπινος σε περιπτώσεις παιδιών που βίωσαν ή βιώνουν οικογενειακά δράματα. Ποιά θα είναι η στάση του εκπαιδευτικού, για παράδειγμα, απέναντι στο μαθητή που έχει χάσει και τους δύο γονείς του σε ένα τροχαίο ατύχημα ή απέναντι στο μαθητή, που οι γονείς του τον εγκατέλειψαν;  Έχει χρέος να βρεί απάντηση και λύση, μέσα από μια συζήτηση που χρειάζεται ειδικούς χειρισμούς και τεχνικές. Διαφορετικά, έχει χάσει το παιχνίδι της επικοινωνίας και της γνώσης,αφού όλοι γνωρίζουμε ότι, αν σπάσει η σχέση της επικοινωνίας, ανάμεσα στο μαθητή και το δάσκαλο, γνώση δεν υπάρχει.Ο μαθητής δεν προσέχει,δεν ακούει καν τον καθηγητή που τον πρόσβαλε,τον ταπείνωσε και του φέρθηκε με πολύ άσχημο τρόπο ,κατά τη γνώμη του.Ένα τείχος υψώνεται ανάμεσά τους που είναι πολύ δύσκολο να γκρεμιστεί.

Πώς, όμως, θα κατορθώσει ένας εκπαιδευτικός να διαχειριστεί σωστά την τάξη και να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα συνεννόησης και επικοινωνίας; Η παιδαγωγική, βέβαια και η ψυχολογία, δίνουν τις δικές τους προτάσεις και απαντήσεις στο παραπάνω θέμα, αλλά το ζήτημα είναι ότι η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη.

Αναμφισβήτητα,ο ίδιος ο εκπαιδευτικός καλείται τις περισσότερες φορές «να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά», πειραματιζόμενος με παιδαγωγικές τεχνικές που μπορεί να μην έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Κάποιοι προτείνουν την επιμόρφωση και την παρακολούθηση σχετικών σεμιναρίων παιδαγωγικού και ψυχολογικού περιεχομένου. Χωρίς να υποβαθμίζω την αναγκαιότητα της επιμόρφωσης, τόσο σε ζητήματα γνωστικά όσο και σε  παιδαγωγικά,στο κρίσιμο,όμως, θέμα της διαχείρισης της τάξης, έχω να επισημάνω ότι το βάρος της ευθύνης πέφτει στον ίδιο τον εκπαιδευτικό. Συγκεκριμένα, ίδιος ο εκπαιδευτικός είναι αυτός που θα χρησιμοποιήσει τα αποθέματα της ψυχής του για να κάνει το επάγγελμά του λειτούργημα στην πράξη και σταδιακά να καταξιωθεί στη συνείδηση των μαθητών του,των γονέων και της ευρύτερης κοινωνίας. Πρέπει να πείσει τα παιδιά ότι έχει την πρόθεση να το κάνει, έχει τη διάθεση να τα βοηθήσει και δεν περιμένει να χτυπήσει το κουδούνι για να φύγει. Και σ΄ αυτό το σημείο τα παιδιά έχουν μια διαίσθηση και ένα αλάνθαστο κριτήριο για να κρίνουν, αν ο εκπαιδευτικός μοχθεί για το σχολείο και την εκπαίδευση. Άλλωστε, όλοι θυμόμαστε, από τα παιδικά μας χρόνια, τους δασκάλους που μας μόρφωσαν, που μας έδωσαν κάτι από τον εαυτό τους και τους δασκάλους που αδιαφορούσαν.Και τότε, ήταν αντίξοες οι συνθήκες, χωρίς υποδομές, καλές αμοιβές, χωρίς βιβλία, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο   για να σταθούν κάποιοι στο ύψος των περιστάσεων δίνοντας την ψυχή τους μέσα στην τάξη.

Σήμερα,λοιπόν, που η παιδεία βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα και η κοινωνία στρέφει το βλέμμα της και στους εκπαιδευτικούς, θα πρέπει να πείσουμε όλους ότι η αναβάθμισή της εκπαίδευσης έρχεται μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα αναβαθμίζει το ρόλο του δασκάλου και το σχολείο δεν θα είναι πάρεργο και αναγκαστική πρωινή απασχόληση, μέχρι να αρχίσει το απόγευμα, το επίσημο σχολείο, που είναι το φροντιστήριο. Και για να το πετύχουμε αυτό ως εκπαιδευτικοί, θα πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία,να αφήσουμε τα προβλήματά μας έξω από την τάξη, να θυσιάσουμε λίγο ακόμη από τον ελεύθερο χρόνο μας για τα παιδιά και να βγούμε από τη «στενή αυλή του σχολείου» στην ευρύτερη κοινωνία της πόλης, που μας έχει ανάγκη. Τότε, να είμαστε σίγουροι ότι και η ίδια η κοινωνία θα μας δει με διαφορετικό μάτι και θα μας εμπιστευτεί.


Go to top