Η Ελληνική Γλώσσα - δημιουργός και μέσον επιστημονικής σκέψης -

Ingemar Rhedin
Kαθηγητής Φιλόλογος, Συγγραφέας, Mεταφραστής

"Κάθε άνθρωπος βιώνει ατομικά μια Eλληνική φάση ζωής", όπως είπε
χαρακτηριστικά ο Emerson, Αμερικανός συγγραφέας και φιλόσοφος,
εκφράζοντας την πεποίθηση ότι ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός μας
είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας
Ελλάδας και ότι κάθε νέα γενιά καλείται να διαμορφώσει τη δική της
άποψη, όσον αφορά την αρχαιότητα.
Ο Ηρόδοτος, παρατηρώντας ότι κοινό σημείο των Ελλήνων ήταν η
γλώσσα, θίγει ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα. Η γλώσσα βρίσκεται
πράγματι στο κέντρο κάθε απόπειρας προσέγγισης των Ελλήνων, διότι η
δομή και το εύρος της ρίχνουν άπλετο φως στην Eλληνική σκέψη, στις
μεθόδους της, στις ικανότητές της και στους τρόπους έκφρασής της.
Η κατανόηση της Eλληνικής γλώσσας - ένας τρόπος κατανόησης του
εαυτού μας
Τα Eλληνικά είναι η μόνη γλώσσα που μας επιτρέπει να καθορίσουμε τη
σχέση μεταξύ λόγου και εμφάνισης της επιστήμης. Μόνο στην
περίπτωση της Eλληνικής γλώσσας η θεωρητική σκέψη εμφανίστηκε
χωρίς την επιρροή εξωτερικών παραγόντων και οι επιστημονικές έννοιες
αναπτύχθηκαν απευθείας από την ίδια τη γλώσσα, μέσα από μία
διαλεκτική διαδικασία στην οποία η γλώσσα είχε τον ρόλο ακούραστου
δημιουργού και παραγωγικού μέσου, υποκειμένου και αντικειμένου, της
θεωρητικής σκέψης. Όλες οι υπόλοιπες γλώσσες είναι παραγωγές? έχουν
δανειστεί ή μεταφράσει τους όρους τους από τους Έλληνες. Η πρόοδος
των Ελλήνων επέτρεψε σε άλλες κοινωνίες να εξελιχθούν πέρα από το
δικό τους πλαίσιο θεωρητικής ανάπτυξης. Η μεταγενέστερη
επιστημονική διατύπωση θεωριών εφάρμοσε τον Eλληνικό τρόπο
ανάπτυξης εννοιών και συνεπώς οι έννοιες αυτές εμφανίζονται ως βασικά
στοιχεία της επικρατούσας ορθολογικής θεώρησης της Φύσης στη
σύγχρονη επιστήμη.
Tο να κατανοήσουμε τους Έλληνες γίνεται έτσι ένας τρόπος για την
κατανόηση του εαυτού μας!
Θα ήθελα να υπογραμμίσω εδώ ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της
διαδικασίας που οδήγησε τους Έλληνες σε μια επιστημονική θεώρηση
του κόσμου, κατά τη γνώμη μου καθοριστική για την κατανόηση της
προέλευσης και της ανάπτυξης της επιστημονικής σκέψης, δηλαδή τους
τρόπους σκέψης που μπορούν να εξετάζονται εμπειρικά και να
επιτυγχάνουν διαχωρισμούς, κατηγοριοποιήσεις, σχέσεις και υποθέσεις,
ανεξάρτητα από την ίδια τη φαντασία του ανθρώπου:
1. η αναλογία μεταξύ της κοινωνικοοικονομικής και γλωσσικής
ανάπτυξης
2. η ανακάλυψη του νου και της συνείδησης
3. τα γλωσσικά χαρακτηριστικά της Eλληνικής γλώσσας, τα οποία
κατέστησαν δυνατή αυτή την ανάπτυξη.
Αναλογία μεταξύ κοινωνικοοικονομικής, τεχνικής και γλωσσικής
ανάπτυξης
Η πρώτη περίοδος του Eλληνικού πολιτισμού είναι η μυθολογική
περίοδος, κατά την οποία οι Έλληνες είχαν αποδεχτεί τον μύθο ως
ιστορία. Σε έναν κόσμο όπου τα περισσότερα πράγματα συμβαίνουν για
άγνωστη αιτία, ο άνθρωπος χρειάζεται μύθους για να τα εξηγήσει και η
εξήγηση αυτή, η οποία πρέπει να συμβαδίζει με το ιδιαίτερο φάσμα των
προσωπικών του εμπειριών, είναι περισσότερο συναισθηματική παρά
ορθολογική και λειτουργεί, όχι περιγράφοντας την αιτία και το αιτιατό
αλλά υπονοώντας μια σχέση ή μια ομοιότητα μεταξύ τους.
Ο C.W. Bowra στο βιβλίο του The Greek Experience ορίζει τον μύθο ως
εξής:
«Ο μύθος είναι μια ιστορία που δεν αποσκοπεί σε αυτή καθεαυτή την
ευχαρίστηση αλλά στην απλούστευση περίπλοκων καταστάσεων που
βασανίζουν τον άνθρωπο (πριν την ανάπτυξη των επιστημών), διότι η
λογική του δεν είναι ακόμη σε θέση να τις αντιληφθεί. Προτού οι
άνθρωποι φτάσουν στο στάδιο της διατύπωσης γενικών εννοιών,
σκέφτονται με τη βοήθεια μεμονωμένων παραστάσεων, και σε
περίπτωση που πρέπει να αντιμετωπίσουν κάτι δυσνόητο ή άγνωστο,
πρέπει να το εντάξουν στο πλαίσιο αυτού του συστήματος παραστάσεων
και να το προσαρμόσουν σε αυτό».
Οι Eλληνικές φυλές, που εισέβαλλαν κατά ομάδες από το Βορρά μεταξύ
1900-1300 π.Χ., διασπάστηκαν λόγω της γεωγραφικής κατανομής της
Ελλάδας. Η γη ήταν άγονη, περιορισμένες μόνο εκτάσεις, αποκομμένες
από κόλπους και ψηλά βουνά, ήταν κατάλληλες για καλλιέργεια, ενώ οι
οικισμοί αντιμετώπισαν γρήγορα σημαντικές δυσκολίες για τη
συντήρηση του αυξανόμενου πληθυσμού? καθετί έπρεπε να είναι
αποτέλεσμα ανθρώπινου μόχθου.
Η αναγκαιότητα, ωστόσο, είναι η μητέρα της εφευρετικότητας, και έτσι η
πρώιμη μυθολογική περίοδος έφτασε στο τέλος της με τον οριστικό
διαχωρισμό μυθολογίας-ιστορίας στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που
ξεκίνησε από τους προσωκρατικούς Ίωνες τεχνίτες και φιλοσόφους και
κορυφώθηκε με τους τραγικούς συγγραφείς και ιστορικούς του 5ου π.Χ
αιώνα.
Η εξελικτική πορεία των κοινωνιών κατά τη μυθολογική περίοδο είχε
τρία σκέλη: κοινωνικές αναταραχές, κύματα μετανάστευσης και
επινόηση νέων μέσων διαβίωσης.
Η κοινωνία πέρασε από μια θεοκρατική βασιλεία σε ολιγαρχία και σε
τυραννικά καθεστώτα των πόλεων-κρατών για να φτάσει στο ύψιστο
σημείο, στην Aθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα, στο κέντρο της
οποίας βρισκόταν ο πολίτης και η οποία βασιζόταν στη λαϊκή κυριαρχία.
H μετανάστευση έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα,
όταν κύματα μεταναστών άφησαν την ηπειρωτική χώρα για να
μετοικήσουν στην Μικρά Ασία, τη Σικελία και τη Νότιο Ιταλία - τη
Μεγάλη Ελλάδα (Magna Graecia).
Οι Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας εν τω μεταξύ ανέπτυξαν νέους
τρόπους διαβίωσης. Πρώτον διεύρυναν τη γεωργική πρακτική,
καλλιεργώντας νέους σπόρους, όπως την ελιά και το αμπέλι,
κατάλληλους για τις άγονες εκτάσεις. Mια αλλαγή που οδήγησε στην
εμφάνιση μιας νέας τάξης πλουσίων, των οπαδών της ολιγαρχίας, λόγω
του ότι η καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς απαιτούσε σημαντικές
επενδύσεις πριν την απόδοση καρπών.
Bαρύνουσας σημασίας, ωστόσο, για την αλλαγή του τρόπου σκέψης των
ανθρώπων, ήταν ο ρυθμός ανάπτυξης και η εξέλιξη της χειροτεχνίας και
των τεχνικών εφευρέσεων καθώς και η μετάβαση από την οικιακή
οικονομία στη μαζική παραγωγή για την αγορά. Ο Σόλων, ο νομοθέτης
του 7ου π.Χ. αιώνα, έχοντας συνειδητοποιήσει τις νέες δυνατότητες
εμπορίου και χειροτεχνίας, διέδιδε ότι κάθε Αθηναίος όφειλε να μάθει
στο γιο του μια τέχνη. Ο Αναξαγόρας, αργότερα, υπογράμμισε τις
φιλοσοφικές διαστάσεις αυτής της ανακάλυψης, λέγοντας ότι «ο
άνθρωπος απέκτησε τη γνώση του χάρη στα δύο του χέρια». Επίσης, ο
Αισχύλος μέσα από τον ήρωά του Προμηθέα, τον κομιστή της φωτιάς,
εκφράζει έναν οραματικό πανηγυρικό λόγο για τη θεμελιώδη σημασία
του εμπορίου και των τεχνών στην πρόοδο και τον πολιτισμό του
ανθρώπου. Η χειροτεχνία και το εμπόριο, σύμφωνα με αυτή τη γνώμη,
ανέπτυξαν και καλλιέργησαν διάφορες νοητικές ικανότητες, οι οποίες
σταδιακά έδωσαν στη λέξη «φιλοσοφία» τη μεταφορική της έννοια.
Το εμπόριο προωθεί μια έννοια αυτοεκτίμησης και μια λογική
προσέγγιση του κόσμου
Οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες συνέβαλαν στην
πρακτική και πνευματική ευελιξία. Οι δραστηριότητες αυτές ενισχύουν
τη λογική συμπεριφορά, ενεργοποιώντας νοητικές ικανότητες όπως ο
υπολογισμός, η επαγρύπνηση, η παρατήρηση των ανθρώπινων αναγκών,
η ετοιμότητα να μαθαίνει κανείς από τους άλλους, αλλά και ο εγωισμός
και η πονηριά. Συμβάλλουν στη διάδοση της γνώσης, η οποία με τη
σειρά της καταπολεμά τις προκαταλήψεις και απελευθερώνει τον
άνθρωπο από τους δεσμούς προέλευσης και αίματος. Ο άνθρωπος και οι
ανθρώπινες ανάγκες γίνονται πιο σημαντικές από τη φυλή, τη θρησκεία
και την προέλευση.
Ως αποτέλεσμα η ζήτηση για νέες αγορές διεύρυνε τη δράση των
Ελλήνων ναυτικών και εμπόρων που ταξίδευαν στη Μεσόγειο, μια
διαδικασία που απαιτούσε κάτι περισσότερο από τη μυθολογική
προσέγγιση της γεωγραφίας και της αστρονομίας? πίσω στην ηπειρωτική
χώρα οι μεταλλουργικές εργασίες, η κεραμική, η ανέγερση
οικοδομημάτων και η γλυπτική έθεταν τεχνικά προβλήματα που
ζητούσαν λύσεις? η αγάπη για τον αθλητισμό συνέβαλε στην καλύτερη
γνώση του ανθρώπινου σώματος. Όλα αυτά καλλιέργησαν ένα νέο
πνεύμα εξέτασης του ορατού κόσμου. Στην περίπτωση της Ελλάδας,
λόγω των γεωγραφικών και εμπορικών συνθηκών της, η πρόοδος αυτή
εξυπηρέτησε την ατομική επιχειρηματικότητα και όχι, όπως στην
περίπτωση της Αιγύπτου και των Aνατολικών πολιτισμών, μια τάξη
θεοκρατικού κλήρου.
Περιγραφή φυσικών φαινομένων με γενικές έννοιες
Ο διαχωρισμός της νέας προσέγγισης των Ελλήνων για τη Φύση από την
προηγούμενη μυθολογική προσέγγιση έγκειται στις εφαρμοζόμενες
μεθόδους: οι Ίωνες φιλόσοφοι αξιοποίησαν τρόπους σκέψης που
βασίζονταν σε τεχνικές-πρακτικές δραστηριότητες. Προσπάθησαν να
κατανοήσουν τη Φύση μέσα από τις δικές της εκδηλώσεις σε μια
αναζήτηση της αρχής, της σταθεράς όλων των φαινομένων. Η
προσέγγιση, δηλαδή η μέθοδος που εφάρμοσαν, και όχι τόσο τα
αποτελέσματα των προσπαθειών τους, ήταν μοναδική: προσπάθησαν να
περιγράψουν φυσικά φαινόμενα με γενικές έννοιες με βάση την αιτία και
το αποτέλεσμα κατ' αναλογία προς την τεχνική και εμπορική πρακτική.
Πρόκειται για μια προσπάθεια με μεγάλες απαιτήσεις όχι μόνο όσον
αφορά τη διαμόρφωση κατάλληλων δομών σκέψης αλλά και την
αξιοποίηση των γλωσσικών ικανοτήτων για την έκφραση και τη
διατύπωση αφηρημένων εννοιών, σε μεγάλο επίσης βαθμό μέσα από
διαλεκτική διαδικασία.
Ενιαίες μονάδες βάρους και μέτρησης: το χρήμα ως μέσο εξίσωσης
ιδιαίτερων γλωσσικών χαρακτηριστικών
Η πονηριά και η ευφυία που αναπτύχθηκαν χάρη στον τρόπο ζωής των
εμπόρων συνιστούσαν αυτό που αποκαλούμε εμπορικό δαιμόνιο? όπου
συναντήθηκαν έμποροι και τεχνίτες, γεννήθηκε η αρχαία αγορά. Η αγορά
έγινε το σημείο συνάντησης ανθρώπων διαφορετικών γλωσσών,
συνηθειών και πολιτισμών που αντάλλασσαν προϊόντα, αλλά και
εμπειρίες και απόψεις. Η αρχαία αγορά έγινε επίσης το θεμέλιο της
παιδείας και της καλλιέργειας. Εκείνο που είχε σημασία στην αρχαία
αγορά ήταν περισσότερο η «ομοιότητα», η ισότητα, παρά η «διαφορά»
και έτσι, ως μέσο για τη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών,
επινοήθηκε ένα κοινό σύστημα μονάδων βάρους και μέτρησης.
Συγκρισιμότητα μη συγκρίσιμων αντικειμένων
Mε σκοπό να εγκαταλειφθούν οι άβολες εμπορικές συναλλαγές
βασισμένες στην ανταλλαγή ειδών, η εφεύρεση ενός ενιαίου συστήματος
μονάδων μέτρησης και βάρους αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα. Το
επόμενο βήμα ήταν η επινόηση ενός συστήματος με βάση τα σταθερά
στοιχεία κάθε συναλλαγής. Πώς όμως να εξισώσει κανείς μη συγκρίσιμα
αντικείμενα, πώς να συγκρίνει μήλα με αχλάδια ή σίδερο με λάδι;
«Οuτ' ¨σότης μή οuσης συμμετρίας» υποστήριζε ο Αριστοτέλης και
συνέχιζε «τFE μέν οsν aληθεί?α aδύνατον», αμφισβητώντας την
αντίφαση ότι ποιοτικά ανόμοια αντικείμενα θα μπορούσαν να είναι
συγκρίσιμα «αυτή η εξίσωση μπορεί απλώς να είναι ξένη προς την
αληθινή φύση των πραγμάτων, δηλαδή να αποτελεί μόνο ένα μέσον
επείγουσας αντιμετώπισης μιας πρακτικής ανάγκης». (Ηθικά
Νικομάχεια).
Το χρήμα ως μέσο εξίσωσης ποιοτικά διαφορετικών πραγμάτων
Όσο αντιφατική και ξένη προς την αληθινή φύση των πραγμάτων κι αν
φαινόταν στον Αριστοτέλη η συγκρισιμότητα αυτή, οι Ίωνες τεχνίτες και
έμποροι του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα έλυσαν το πρόβλημα
συγκρισιμότητας με την κοπή νομισμάτων από πολύτιμα μέταλλα. Έτσι,
επινοήθηκε το πρώτο νομισματικό σύστημα: ένα σύστημα που επέτρεπε
τη δυνατότητα εξίσωσης ποιοτικά διαφορετικών αντικειμένων και
αγαθών, μονάδων βάρους και μέτρησης.
Ένα αντιφατικό χαρακτηριστικό του χρήματος, εκτός από μέσο
έκφρασης της αξίας και αποτίμησης της ανθρώπινης εργασίας, είναι ότι
αποτελεί μέσο πληρωμής, το οποίο, πέραν των υλικών του ιδιοτήτων,
λαμβάνει την κοινωνικά προσδιοριζόμενη αξία του εγγυημένη από έναν
τύραννο ή έναν αριστοκράτη, το πορτραίτο του οποίου είναι συνήθως
χαραγμένο στο νόμισμα, εξασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αξία
του. Με άλλα λόγια, τα σταθερά χαρακτηριστικά του νομίσματος
συνιστούν την αξία του!
Τα πρώτα νομίσματα στην ιστορία κόπηκαν στις Iωνικές πόλεις της
Μικράς Ασίας: Έφεσο, Μίλητο και Φώκαια, γύρω στο 680 π.Χ. Η
εισαγωγή του νομίσματος ως μέσου πληρωμής φανερώνει ένα υψηλό
επίπεδο εμπορικής ανάπτυξης.
Σύνδεση αντιλήψεων και ιδιαίτερων γλωσσικών χαρακτηριστικών
Δεν έχει μελετηθεί στον ίδιο βαθμό η βαθιά αναλογία μεταξύ της
προέλευσης μιας γραπτής γλώσσας που βασίζεται σε φωνητικές σταθερές
και της ανταλλαγής αγαθών που βασίζεται σε αξιακές σταθερές.
Κατ' αναλογία προς τις εμπειρίες από τις τεχνικές-πρακτικές
δραστηριότητες, οι Ίωνες εξάσκησαν το νου και τη γλώσσα,
εξασφαλίζοντας στον τομέα της διαμόρφωσης δομών αφαιρετικής
σκέψης (για τη δημιουργία ενός συστήματος που να εξισώνει
διαφορετικές αντιλήψεις) νέες ιδέες και διεργασίες, όπως επιχειρήματα,
θέσεις, αντιθέσεις και συνθέσεις.
Για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της διαγλωσσικής συγκρισιμότητας
στο πλαίσιο της ανάπτυξης του εμπορίου και της επικοινωνίας, η γλώσσα
έπρεπε να χάσει τα τοπικά χαρακτηριστικά της. Για τον προφορικό λόγο,
αυτό σήμαινε την εξομάλυνση των ιδιαίτερων γλωσσικών
χαρακτηριστικών των διαφόρων γλωσσών, ενώ για τον γραπτό λόγο, οι
νέες συνθήκες συνεπάγονταν την κατάργηση της ιδεογραμμικής του
μορφής προς όφελος μιας γραπτής γλώσσας βασισμένης σε σταθερά
μέρη, φωνήεντα και σύμφωνα, του εκφερόμενου λόγου.
Τα γράμματα του αλφαβήτου, τα φωνήεντα και τα σύμφωνα,
σχηματοποιούν κοινούς ήχους των ανθρώπινων γλωσσών και τον βαθμό
στον οποίο άλλες γλώσσες μπορούν να βρουν την έκφρασή τους, κατά
τον ίδιο τρόπο που το νόμισμα είναι η συγκεκριμένη εκδήλωση της
σχέσης της αξίας με βάση την οποία μπορούν να εξισωθούν όλα τα
αγαθά.
Όλες οι γλωσσικές αλλαγές, οι οποίες μπορούν να περιγραφούν, ήταν
αποτέλεσμα κοινωνικών αλλαγών και η κοινωνικοοικονομική αλλαγή
στην οποία η γραπτή γλώσσα έπρεπε να προσαρμοστεί - αρχής
γενομένης από την εποχή των Φοινικικών εμπορικών κέντρων αλλά και
μετέπειτα, εντός της Eλληνόφωνης περιοχής κατά τη διάρκεια του 9ου
π.X. αι., ήταν η άνθιση του εμπορίου και η ανάπτυξη μιας αγοράς και,
κατ' επέκταση, μια νομισματική σταθερά.
Ο J.D. Bernal στο έργο του Science in history υπογραμμίζει την
υπάρχουσα σχέση μεταξύ της ανάπτυξης του εμπορίου και της ανάπτυξης
της γραπτής γλώσσας:
"Το αλφάβητο γεννήθηκε σε συνδυασμό με τις εμπορικές συναλλαγές
μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών γλωσσών που εμπορεύονταν όμως το
ίδιο είδος προϊόντων. Καθώς ο συμβολισμός του βασιζόταν σε ήχους,
μπορούσε να προσαρμοστεί σε όλες τις γλώσσες..."
Η ορθολογική σκέψη ως σύστοιχη ιδιότητα της παραγωγής και της
κοινωνικής ζωής στην αρχαία Eλληνική κοινωνία.
Αυτή η αλλαγή στη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση καθορίζεται
ιστορικά από την ανάπτυξη της αρχαίας Eλληνικής κοινωνίας στις
Iωνικές περιοχές της Μικράς Ασίας κατά τη διάρκεια του 7ου π.Χ.
αιώνα. Το κοινωνικό πλαίσιο της Iωνικής Φιλοσοφίας για τη Φύση
εκφράσηκε με τη λέξη «φιλοσοφία» - το νόημα της λέξης «φιλοσοφία»
αντλεί τη σημασία της από τις ειδικές πρακτικές-τεχνικές ικανότητες σε
μια συγκεκριμένη τεχνική ή τέχνη. Ένας ικανός ξυλουργός, χειρουργός,
αγγειοπλάστης ή ποιητής θα έπρεπε να διαθέτει αυτήν την ειδική
«σοφία»? μπορεί, άρα, αυτή να προσδιοριστεί εν ολίγοις ως μια
διαλεκτική εξέλιξη:
  • Mαζική γεωργική παραγωγή (κρασιού και ελιάς) και χειροτεχνική
παραγωγή που προορίζονταν για την αγορά καλλιέργησαν την έννοια της
αυτοεκτίμησης και τον τρόπο σκέψης του ανθρώπου.
  • Οι συναλλαγές στις εμπορικές αγορές, από την άλλη μεριά,
ενίσχυσαν την ικανότητα ευφυούς υπολογισμού, ενώ προβλήματα
επικοινωνίας κατά τις εμπορικές συναλλαγές επιλύθηκαν ορθολογικά με
την εφεύρεση ενός συστήματος ενιαίων μονάδων μέτρησης και βάρους,
το οποίο κατέληξε με τη σειρά του στη δημιουργία ενός νομισματικού
συστήματος.
  • Αυτές οι αλλαγές απαιτούσαν την ανανέωση της οργάνωσης της
κοινωνικής ζωής? οι πόλεις-κράτη εξελίχθηκαν και πέρασαν σταδιακά
από την αριστοκρατία στη δημοκρατία.
  • Κατ' αναλογία στην ιδεολογική σφαίρα έκανε την εμφάνισή του ο
ατομικισμός: με υποκειμενικούς όρους μέσα από το αίσθημα της
αυτοεκτίμησης, με αντικειμενικούς όρους μέσα από τη μορφή μιας
«πλουραλιστικής» θρησκείας, κοσμικού κράτους και ορθολογικής
σκέψης.
Ομοίως η ορθολογική σκέψη αναπτύχθηκε σταδιακά ως σύστοιχη
ιδιότητα των επαναστατικών ριζικών αλλαγών που σημειώθηκαν στην
παραγωγή και την κοινωνική ζωή της αρχαίας Eλληνικής κοινωνίας.
Βασικές αφηρημένες έννοιες που αναπτύχθηκαν μεταφορικά μέσα από
συγκεκριμένες λειτουργίες
Όπως προανέφερα, η λέξη «φιλοσοφία» εμπεριέχει την προέλευση της
φιλοσοφικής εφαρμογής σε ειδικές πρακτικές-τεχνικές ικανότητες.
Ομοίως η λέξη κόσμος, η οποία στην πραγματικότητα σημαίνει «η
ακριβής τάξη σε μια κοινωνία», απέκτησε τη νέα της σημασία «η τάξη
των πραγμάτων στον κόσμο» ως μια προβολή στη φύση των ιδεών που
γεννήθηκαν στους κοινωνικούς περίγυρους των αρχαίων Ελλήνων.
Το ίδιο είδος «αφηρημένων» πνευματικών και νοητικών εννοιών
αναπτύχθηκε μεταφορικά μέσα από συγκεκριμένες λειτουργίες του
ανθρωπίνου σώματος:
ψυχή είναι η πνοή, ο αέρας που διατηρεί τον άνθρωπο στη ζωή,
θυμός είναι το όργανο της εσωτερικής (συγ-)κίνησης, και
νους είναι το μυαλό με την ικανότητά του να απορροφά εικόνες.
H «διεργασία», η «μέθοδος» και η «πρόοδος» της σκέψης,
αναπαριστώνται μέσα από την εικόνα ενός δρόμου, όπως παλαιότερα η
«πορεία» ενός λόγου ή η «ροή» ενός ποιήματος ειχαν προέλθει από μια
παρόμοια εικόνα. Γνώση (ο¨δέναι) είναι η κατάσταση της γνώσης,
αναγνώριση (γιγνώσκειν) σχετίζεται με την όραση, κατανόηση
(συνοιδέναι) σχετίζεται με την ακοή και τεχνογνωσία (aπίστασθαι) με
την πρακτική ικανότητα.
Η αφηρημένη σκέψη δεν διαχωρίστηκε ποτέ ολοκληρωτικά από τη
μεταφορά αλλά συνέχισε να στηρίζεται στην αναλογία. Θα είναι
φιλοσοφικού αλλά και ιστορικού ενδιαφέροντος η επισήμανση των
διαφόρων προτύπων στα οποία η ορθολογική εξήγηση του κόσμου
κατέληξε να βασιστεί για την ορολογία της.
Είναι επίσης προφανές ότι όχι μόνο το περιεχόμενο της Eλληνικής
φιλοσοφίας αλλά και η μορφή της αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες που
επικρατούν στην κοινωνία. Η επικρατούσα αντίληψη κατά την εποχή των
αρχαίων Eλλήνων και ειδικότερα κατά την εποχή της Aθηναϊκής
δημοκρατίας ήταν το ότι η φιλοσοφία αναπτύχθηκε σε μια ατμόσφαιρα
δημόσιας πολιτικής ζωής. Ο άνθρωπος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι
«ζy΅ον πολιτικόν», δηλαδή ένα ον που εξαρτάται από τις συνθήκες της
πόλης-κράτους στην οποία ζει.
Ιδιωτική ιδιοκτησία - ατομικές ιδέες
Η εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας συνέβαλε στην ψυχολογία των
Eλλήνων, πράγμα που κατέστησε δυνατή την έννοια ότι ιδέες και
απόψεις αποτελούν ατομική περιουσία. Ο ατομικισμός που συνοψίζεται
στη θέση του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον oνθρωπος»,
δηλαδή η αίσθηση ότι ο άνθρωπος είναι η κινητήριος δύναμη της ίδιας
του της ζωής, αυτός που καλλιεργεί και ελέγχει το πεπρωμένο του, ήταν
ακόμα και για τους Oμηρικούς ήρωες κάτι ασύλληπτο.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία κάνει την εμφάνισή της ως μια «εξατομίκευση»,
μια «ιδιωτικοποίηση» των φιλοσοφικών απόψεων: όπως κανείς
προστάτευε την ιδιωτική περιουσία του από σφετερισμούς, έτσι και οι
φιλόσοφοι προσπαθούσαν να μεταφέρουν, να ενεργοποιήσουν και να
προστατέψουν τις προσωπικές τους ιδέες.
Η μεταφορά - το «έμβρυο» της αφαίρεσης - ως μέσον εξίσωσης
ποιοτικά διαφορετικών θεμάτων
Η φιλοσοφική θεώρηση απαιτεί εξίσου μια δυνατότητα σύγκρισης
ποιοτικά διαφορετικών πραγμάτων. Πρώτον, όταν το αντικείμενο
αποκόπτεται από το όνομά του, όταν η μυθολογική σύνδεση μεταξύ
σημαίνοντος και σημαινόμενου παύει να ισχύει, θα μπορούσε να
προκύψει η μεταφορά - το «έμβρυο» της αφαίρεσης. Η μεταφορά
εξισώνει διαφορετικά αντικείμενα ή διαδικασίες και είναι δυνατή μόνον
όταν η γλώσσα διαθέτει μέσα που εκφράζουν την απελευθερωμένη και
ανεξάρτητη υπόσταση των πραγμάτων.
«Η επιστήμη είναι δυνατή κατά πρώτον όταν υπάρχει αυστηρός
διαχωρισμός υλικού και μη υλικού, όταν γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ
ύλης και δύναμης, μεταξύ αντικειμένου και ποιότητας», υποστηρίζει ο
Snell και αυτή η δυνατότητα εφαρμόστηκε στην Eλληνική γλώσσα την
εποχή των Ιώνων φιλοσόφων το 650 π.Χ. Πρόκειται για μια διαδικασία
που συνοψίζεται με ευφυέστατο τρόπο από τον τελευταίο Ίωνα
φιλόσοφο, τον Ηράκλειτο (Diels & Franz B-90 fr. [54]):
"Πυρός aνταμοιβή τά πάντα καί πUρ aπάντων,
oeκωσπερ χρυσοU χρήματα καί χρημάτων χρυσός".
Φυσικές εξηγήσεις - απόδοση οντολογικών ζητημάτων σε αμετάβλητες
ολότητες
Η τάση ήταν να αντικατασταθεί το ψυχολογικό περιεχόμενο της
μυθολογίας με «φυσικές» εξηγήσεις. Η Φύση έπρεπε να εξηγηθεί και να
γίνει κατανοητή από μόνη της, δηλαδή μέσα από τις δικές της υλικές
εκδηλώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν η φιλοδοξία απόδοσης των
οντολογικών ζητημάτων σε σταθερές παραμέτρους ή αλλιώς η
αναζήτηση φυσικών αιτιών στις οποίες θα μπορούσαν να αποδοθούν όλα
τα υπόλοιπα φαινόμενα: δηλαδή τα στοιχεία της φύσης.
Η λατινική λέξη "element" έχει το ανάλογό της στην Eλληνική λέξη
«στοιχεOον» που σημαίνει «γράμμα του αλφαβήτου», «αλφάβητο»,
«σειρά γραμμάτων». Σύμφωνα με τον Hermann Diels τα ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ονομάζονταν ΣΤΟΙΧΕΙON καθώς σχημάτιζαν μια σειρά (Σ,Τ,Χ) στο
Eλληνικό αλφάβητο. H ίδια σημασία θα μπορούσε να αναγνωστεί στα
Λατινικά, μόνο που το προφέρουμε "eLeMeNt". Η άποψη του Burkert
έχει ως εξής: "Σύμφωνα με μεταγενέστερες μαρτυρίες «στοιχεOον»
δηλώνει τον «φθόγγο» και το «γράμμα» το «γράμμα». Άρα η διαφορά
μεταξύ «γράμματος» και «στοιχείου» δεν εντοπίζεται σε επίπεδο
φθόγγου/γράμματος, επειδή αυτό που διαχωρίζει το «στοιχεOον» από το
«γράμμα», αυτό καθεαυτό, είναι ακριβώς μια έμμεση παρατήρηση
ορθολογικής ανάλυσης: δηλαδή η ουσιαστική σημασία του «στοιχείου»
(«element»).
Αυτός ο παραλληλισμός μεταξύ του θεμελιώδους στοιχείου της Γλώσσας
και αυτού της Φύσης παρατηρείται ήδη στην αρχαία φιλοσοφία, π.χ. στο
έργο του Δημόκριτου και του Πλάτωνα:
«Έμοιαζε φυσικό το γεγονός ότι, αλλάζοντας τα άτομα, το ψωμί
μπορούσε να μετατραπεί σε σώμα και αίμα κατά τον ίδιο τρόπο που η
τραγωδία μπορούσε να μετατραπεί σε κωμωδία, αλλάζοντας τα
γράμματα του αλφαβήτου». (Aπόσπασμα του Farrington, σ. 59).
Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που έκανε τον διαχωρισμό ανάμεσα σε
εκείνους που περιέγραφαν τον κόσμο με μυθολογικούς όρους και σε
εκείνους που αναζητούσαν «φυσικές» ή «υλικές» αιτίες. Κατά τον
Αριστοτέλη, ο Θαλής ήταν «ο ιδρυτής αυτού του φιλοσοφικού είδους».
O Θαλής, μέσα από τη μελέτη των φαινομένων της Φύσης, είχε βρει
ορισμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά που μπορούσε, μέσα από αυστηρή
γενίκευση, να ερμηνεύσει ως το μόνιμο ή αμετάβλητο στοιχείο με βάση
το οποίο όλα τα φαινόμενα στη φύση θα μπορούσαν να εξηγηθούν.
Η προέλευση της συνείδησης
Η κοσμοθεωρία του Θαλή σηματοδότησε την οριστική ρήξη με τον
παλαιό μυθικό και παραστατικό τρόπο σκέψης. Η περίοδος που
ακολούθησε ήταν μια περίοδος τεράστιων πνευματικών ανακαλύψεων
για τους Έλληνες, οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο διεξοδικής μελέτης
σχεδόν από κάθε γενιά από την εποχή των Eλληνιστικών χρόνων. Το
γεγονός, ότι οι Έλληνες ανακάλυψαν την υπεροχή του ανθρώπου μέσα
από τη γνώση που βασίζεται στην πνευματική ανακάλυψη της
συνείδησής τους, δικαιολογεί την προσπάθεια εξεύρεσης μιας μεθόδου
που μπορεί να οδηγεί σε μια βαθύτερη κατανόηση της ιστορίας ως
συνόλου. Η φράση «γν΅θι σαυτόν» που είναι χαραγμένη στον πρόναο του
ιερού των Δελφών συνοψίζει εν πολλοίς το ιδανικό του ελληνικού
τρόπου ζωής. Ο Πρωταγόρας υποστήριζε ότι: «Ο Άνθρωπος είναι το
Mέτρο Πάντων» και στο ύψιστο σημείο της Eλληνικής σκέψης. O
Αριστοτέλης αποκαλούσε τον άνθρωπο ως τον πλέον αγαπημένο φίλο
των θεών και κατέληγε: «Πρέπει να καταστήσουμε τους εαυτούς μας
αθάνατους».
Έτσι, αυτή η βασική πρόκληση αυτογνωσίας απαντά σε όλα τα στάδια
της ζωής των Ελλήνων, ενώ η ιστορία της Ελλάδας ήταν η πολύπλευρη
προσπάθεια ανταπόκρισης σε αυτήν την πρόκληση. Κάθε εκδήλωση των
Ελλήνων είχε ως επίκεντρο την προσπάθεια του ανθρώπου για
αυτογνωσία και ανακάλυψη του εαυτού του.
Η προσπάθεια να ερμηνεύσουμε την έννοια και τη λέξη «συνείδηση»
είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένα ταξίδι στη διαδρομή του ανθρώπου για την
ανακάλυψη του συνειδητοποιημένου του νου. Δεν είναι η ώρα να
διευκρινίσουμε αυτή τη διαδικασία λεπτομερώς, γι' αυτό ας
περιοριστούμε σε ορισμένες σκέψεις σχετικά με την ετυμολογία της
λέξης.
Πρώτος ο Ευριπίδης χρησιμοποίησε τη λέξη στο έργο του «Μήδεια»
(431 π.Χ.). Η Μήδεια απευθύνει στον Ιάσονα τα εξής αξιοσημείωτα
λόγια:
"...οeδ' oχω μαθεOν q θεοOς νομίζεις τοfς τότ' οeκ oρχειν oτι,
j καινa κεOσθαι θέσμι' aνθρώποις τa νUν,
aπεd σύνοισθά γ' ε¨ς oμ' οeκ εuορκος uν." (στίχος 495 κ.εξ.).
Αλλά και στο «Ορέστης» (408 π.Χ.):
Mενέλαος: Tί χρEμα πάσχεις; Tίς σ' απόλλυσιν νόσος;
Oρέστης: ^H ξύνεσις, ¬τι σύνοιδα δείν' ε¨ργασμένος. (στίχος 396 κ. εξ.)
Ο Friedriech Zucker, στο έργο του «Syneidesis-Conscientia», 1928,
υπογραμμίζει τη λέξη «σύνοιδα» (από το «συνοιδέναι»), μια ποιητική
σύντμηση του όρου «συνοιδέναι aμαυτy΅» που σημαίνει «η
συνειδητοποίηση ενός πράγματος». Ως εκ τούτου, η χρήση αυτής της
λέξης υπήρχε στην καθομιλουμένη γλώσσα προτού γίνει μια ποιητική
έκφραση στο έργο του Ευριπίδη.
Οι Πλατωνικοί διάλογοι, που περιστρέφονται γύρω από τους λόγους του
Σωκράτη, ωστόσο, δεν χρησιμοποιούν ποτέ αυτοτελώς τη λέξη
συνείδηση «σύνεσις». Ο Willamowitz-Moellendorf, στο έργο του για τον
Πλάτωνα, τονίζει ότι ο Σωκράτης δεν έκανε ακόμα τον διαχωρισμό
μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής γνώσης όσον αφορά το Aληθές,
το Kαλόν και το Δίκαιον.
«Σύνεσις» κατά τον Αριστοτέλη είναι μια διανοητική αρετή ανάμεσα στη
σοφία και τη φρόνηση (πρακτική σοφία) ή ανάμεσα στη λογική και την
πνευματικότητα: «Η σύνεση δεν αφορά πράγματα παντοτινά και
αμετάβλητα ούτε κάποιο ή κάθε ένα από εκείνα τα πράγματα που
γίνονται πραγματικότητα, αλλά πράγματα που ενδέχεται να γίνουν
αντικείμενο αμφισβήτησης και δημόσιας συζήτησης... Η σύνεση και η
φρόνηση δεν ταυτίζονται. Η φρόνηση επιβάλλει επιταγές, εφόσον
αποσκοπεί στο τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να γίνει? αλλά η σύνεση, απλώς
κρίνει».
Η λέξη «συνείδησις» απαντά για πρώτη φορά στο έργο του Δημόκριτου?
στη συνέχεια εμφανίζονται στο έργο του Δημοσθένη. Η λέξη «σύνεσις-
συνείδησις» ήταν Iωνικής προέλευσης, δεδομένου ότι οι Ίωνες ήταν
εκείνοι οι οποίοι συνέβαλαν με μοναδικό τρόπο στην ανάπτυξη του
δράματος και της φιλοσοφίας. Ως λέξη της όψιμης Eλληνιστικής
περιόδου εμφανίζεται στον Pωμαϊκό κόσμο ως "conscientia", απ' όπου
προκύπτει και η αγγλική λέξη "conscience".
Η σοφία της Eλληνικής γλώσσας
Ολοκληρώνοντας τις σκέψεις μου, θα ήθελα να συνοψίσω ορισμένα
στοιχεία της ίδιας της Eλληνικής γλώσσας, του ρόλου της ως δημιουργού
και μέσου των νοητικών διαδικασιών που βοήθησαν τους Έλληνες στη
διαδρομή ανακάλυψης ενός συνειδητοποιημένου νου.
Όπως προανέφερα, η Eλληνική γλώσσα ήταν η πρώτη γλώσσα που
χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε μια δομημένη σκέψη σε σχέση με ένα
αντικείμενο. Έγινε το μέσο των προσωκρατικών Ιώνων Φυσικών
φιλοσόφων στις θεωρήσεις τους γύρω από την προέλευση του κόσμου
και των σχέσεων που υπάρχουν σε αυτόν. Οι Έλληνες αξιοποίησαν
τρόπους σκέψης που προέρχονταν από τεχνικούς-πρακτικούς τομείς
δραστηριοτήτων και πιθανόν εμπλούτισαν το λεξιλόγιό τους από κοινές
δραστηριότητες, συνήθειες και τέχνες, διευρύνοντας την έννοια οικείων
λέξεων σε καινούριες εργασίες. Tο πρωτοποριακό και σημαντικό για
τους μεταγενέστερους είναι ότι αυτός ο τρόπος σκέψης διαμορφώθηκε με
βάση την Eλληνική γλώσσα και με τη σειρά του, με τρόπο διαλεκτικό,
διαμόρφωσε και ανέπτυξε τη γλώσσα στον διττό της ρόλο ως
υποκειμένου και αντικειμένου. Oι Έλληνες δεν έπαυσαν ποτέ να
αναπτύσσουν και να εμπλουτίζουν τη γλώσσα, μέχρις ότου αυτή έγινε
ένα κατ' εξοχήν εύχρηστο εργαλείο, ικανό να ανταποκριθεί σε κάθε
είδους έκφραση, από την πιο πλούσια ποίηση μέχρι τον κατ' ουσίαν πεζό
λόγο.
Ευκαιρίας δοθείσης, θα βρίσκαμε τον χρόνο να συζητήσουμε αναλυτικά
τον τρόπο με τον οποίο αυτή η διαδικασία αναπτύχθηκε σταδιακά και όχι
ανώδυνα μέσα από την Eλληνική γλώσσα. Πώς δηλαδή τα κύρια
ονόματα και τα συγκεκριμένα ουσιαστικά άρχισαν σταδιακά να
χρησιμοποιούνται μεταφορικά, πώς προέκυψαν οι Oμηρικές
παρομοιώσεις και πώς το άρθρο απέκτησε τη γενική του ιδιότητα να
μετατρέπει επίθετα και ρήματα σε αφηρημένα ουσιαστικά, επεκτείνοντας
έτσι το ειδικό ξεχωριστό νόημα κάθε λέξης και έννοιας σε πιο γενικούς
όρους, γεγονός που αποτελεί στην ουσία το θεμέλιο της επιστημονικής
σκέψης.
Η σύγκριση και μόνο των δύο λέξεων "τό aγαθόν" στο έργο του Ομήρου
με την άχαρη μετάφραση του Κικέρωνα περίπου 500 χρόνια αργότερα
"id quod re vera bonum est" υπονοεί την κομψότητα και την ικανότητα
ακριβούς έκφρασης, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Eλληνικής
γλώσσας, ακόμα και σε σύγκριση με μια γλώσσα ακριβείας όπως τα
Λατινικά.
Άυλες καλλιτεχνικές ιδιότητες
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα θα ήταν μια μελέτη της καλλιτεχνικής χρήσης
της Eλληνικής γλώσσας. H παλαιά διαμάχη σχετικά με το εάν η γλώσσα
είναι «φύση» ή «θέση», εάν δηλαδή έχει δοθεί με φυσικό τρόπο ή
προσδιορίζεται συμβατικά, συνοψίστηκε για πρώτη φορά από τον
Πλάτωνα στο έργο του Κρατύλος. Ο Σωκράτης αφήνει τον φίλο του
Ερμογένη και το ερώτημα μένει ανοικτό. Aναφερόμενοι στον «γέροντα»
της Εφέσου, Ηράκλειτο, τον άριστο χειριστή του λόγου σε όλα τα
επίπεδα, ορισμένοι υποδεικνύουν ότι ο Πλάτωνας είναι υπέρ της
«θέσης». Σε κάθε περίπτωση η μελέτη του για τις καλλιτεχνικές ιδιοτήτες
των φωνηέντων και των συμφώνων υποδηλώνει ένα ενδιαφέρον για όλες
τις πτυχές του «κόσμου»: μεταφορικές έννοιες, συμβολισμοί,
μουσικότητα και ρυθμός της γλώσσας καθώς και άλλες άυλες ιδιότητές
της φανέρωναν την έντονη γλωσσική συνείδηση των Ελλήνων, οι οποίοι
χρησιμοποιούσαν πέντε λέξεις για να εκφράσουν τη «λέξη»: λόγος, oπος,
μUθος, λέξις και ρEμα.
Οι Έλληνες σκέφτονταν ενώ μιλούσαν και μιλούσαν ενώ σκέφτονταν. Ο
νους εμπνεόταν διαρκώς από τη ζωή στον κόσμο και ο κόσμος, στην
κίνησή του μέσα, διαμόρφωνε το νου. Η Eλληνική γλώσσα μάς
προσφέρει την εμπειρία μιας ισορροπίας μεταξύ φύσης και ανθρώπου.
Για τους Έλληνες οι ήχοι ήταν θεοί και οι θεοί ήταν αστέρες, κατά τα
λεγόμενα του Πλάτωνα, και οι Μούσες έφεραν τα επτά φωνήεντα στους
αστέρες και αυτά επέστρεψαν με τη μορφή μουσικής. Γι' αυτόν τον λόγο
οι διάφορες κλίμακες ξεκίνησαν από πάνω, από τον υψηλότερο τόνο.
Ωστόσο, μόνο προσαρμόζοντας τη γλώσσα σε ένα γενικό μοντέλο
κοινωνικών συμβάσεων θα είναι δυνατή η επιτυχής περιγραφή των
διαφόρων χαρακτηριστικών της. Ας δούμε για λίγο τον πανηγυρικό λόγο
του C. M. Bowra στο έργο του The Greek Experience: «Καθώς ο
Eλληνικός πολιτισμός εξελισσόταν και ανακάλυπτε νέα πεδία σκέψης,
ταυτόχρονα εξελισσόταν και η γλώσσα, η οποία προσαρμοζόταν σε νέες
απαιτήσεις και ανακάλυπτε τα κατάλληλα μέσα για να ανταποκριθεί σε
αυτές. Ακριβώς όπως η Eλληνική ποίηση διάνθισε, από ένα μακρυνό
παρελθόν, το λεξιλόγιό της με τον σχηματισμό σύνθετων επιθέτων και
την εισαγωγή πολλών συνωνύμων και εναλλακτικών συντάξεων, έτσι και
ο Eλληνικός πεζός λόγος, μπροστά στο ύψιστο πρόβλημα δημιουργίας
μιας γλώσσας κατάλληλης για τη φιλοσοφία και τις άλλες μορφές
αφηρημένης σκέψης, ήταν εξίσου εφευρετικός και επιτυχής. Aν η
Eλληνική γλώσσα είχε την τύχη να σχηματίζει αφηρημένα ουσιαστικά
από ρίζες επιθέτων, χρησιμοποιούσε αυτές τις έννοιες αλλά και άλλες με
αυτοπεποίθηση και φαίνεται πως δεν απέτυχε ποτέ οι θεωρητικές της
δηλώσεις να είναι απλές και σαφείς. Οι Έλληνες επέδειξαν την
εκπληκτική ικανότητα να αποδίδουν στις λέξεις νέα νοήματα χωρίς αυτές
να χάνουν τη ζωντάνια ή τη δύναμή τους. Οι πρώτοι Έλληνες διανοητές
κατόρθωσαν να κάνουν νέες σχετικά ιδέες αμέσως κατανοητές. Αυτή
ήταν μια καθοριστική επιτυχία του νου και εκφράζει μια αξιοσημείωτη
ικανότητα αξιοποίησης ευκαιριών που δημιουργήθηκαν από νέες
προοπτικές διαλογισμού. Mια τέτοια γλώσσα αναπτύσσεται διότι οι
άνθρωποι νιώθουν μια επείγουσα ανάγκη να ανταποκριθούν σε
ορισμένες πνευματικές απαιτήσεις και αναγκάζουν τη γλώσσα τους να
προσαρμοστεί στις απαιτήσεις αυτές. Η γλώσσα αποκαλύπτει μια
ζωντανή και δραστήρια νοημοσύνη, η οποία παρακινείται από νέες
εμπειρίες και από τη γέννηση ιδεών για την εξεύρεση αντίστοιχων
λέξεων, λαμβάνει υπόψη την απόχρωση κάθε λέξης και αξιοποιεί
κατάλληλα μέσα για τη σωστή χρήση της, ενώ προχωρά πέρα από
συνηθισμένα νοήματα σε άλλα πιο υψηλά και πιο αφηρημένα, χωρίς να
χάνει στην πορεία τη ζωντάνια της ούτε την ικανότητά της να διατηρεί,
χωρίς να εμφανίζει σημεία χαλάρωσης, το ενδιαφέρον.
Σαφήνεια και ικανότητα έκφρασης με ακρίβεια
Παρά τη φαινομενική απλότητά της, η Eλληνική γλώσσα είναι ιδιαιτέρως
ανεπτυγμένη και δεν έχει καμία σχέση με πρωτόγονη γλώσσα, η οποία
φημίζεται για την πολυπλοκότητά της, την αδυναμία της για μετάβαση
από ειδικές αντιλήψεις σε γενικές έννοιες και το μέλημά της για απόδοση
κυρίως εντυπώσεων παρά ιδεών. Η ουσιαστική πειθαρχία της Eλληνικής
γλώσσας αποδεικνύει την ωριμότητά της. Το συντακτικό της σύστημα
αντιπροσώπευε έναν θρίαμβο του δομημένου νου έναντι της συνείδησης,
η οποία δεν υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες.
Η ανωτερότητα της Eλληνικής γλώσσας είναι ορατή, αν τη συγκρίνουμε
με άλλες γνωστές σύγχρονες γλώσσες. Η πιο εντυπωσιακή ιδιότητά της
είναι η σαφήνεια. Όσο σύνθετοι κι αν είναι οι κανόνες της, η γλώσσα δεν
είναι ούτε υπερφορτωμένη ούτε νωθρή. Η ικανότητά της να εκφράζει
νοήματα με ακρίβεια οφείλεται κυρίως στη σύνταξή της. Οι Έλληνες δεν
απέφευγαν την πολυπλοκότητα, εάν αυτή εξυπηρετούσε κάποια
ουσιαστική ανάγκη, ενώ η πειθαρχία τους σε μια σύνθετη σύνταξη
αποτελεί απόδειξη της επιθυμίας τους να εκφράζονται λακωνικά και
άμεσα χωρίς περιστροφές ή αμφισημίες.
Ένα κεντρικό, επιτυχώς προσδιορισμένο νόημα
Aυτό ενισχύεται από τη φύση του Eλληνικού λεξιλογίου, στο οποίο κάθε
λέξη έχει κατά κανόνα ένα κεντρικό, επιτυχώς προσδιορισμένο νόημα
και, ακόμα κι όταν το νόημα αυτό καλείται να καλύψει νέους σκοπούς,
σπάνια είναι ασαφές και είναι λίγες οι λέξεις εκείνες που αντλούν το
νόημά τους από τα συμφραζόμενα και οι οποίες, κατά συνέπεια, δεν είναι
ακριβείς ούτε εκφραστικές.
Η σαφήνεια της Eλληνικής γλώσσας, τόσο σε επίπεδο δομής όσο και σε
επίπεδο λεξιλογίου, οφείλεται ίσως σε κάποιο βαθμό στον προφορικό
λόγο. Από την εποχή ακόμα κατά την οποία η λογοτεχνία, που έχει
εγκωμιασθεί περισσότερο από κάθε άλλη, προοριζόταν όχι για ανάγνωση
αλλά για ακρόαση, κάθε πρόταση έπρεπε να είναι αποτελεσματική, να
φέρει ένα συγκεκριμένο, πλήρες, νόημα και να μην αφήνει αμφιβολίες
για τον σκοπό της.
Αισθητική δεξιοτεχνία
Η ικανότητα νοηματικής απόδοσης των Eλληνικών συνοδεύεται από την
αισθητική τους δεξιοτεχνία. Η Eλληνική γλώσσα αξιοποιεί με έναν
μοναδικό τρόπο τις ομορφιές του ζωντανού λόγου. Παρόλο που δεν είναι
δυνατό να τις απαριθμήσουμε συστηματικά, κάποιες απ' αυτές μας
έρχονται αμέσως στο νου απλώς και μόνο επειδή δεν είναι τόσο
ανεπτυγμένες στη δική μας γλώσσα. Ακριβώς επειδή τα Eλληνικά είναι
μια εύκαμπτη γλώσσα, διαθέτουν μια ουσιαστική κομψότητα που, τόσο
συχνά, είναι περιορισμένη σε αναλυτικές γλώσσες όπως τα Aγγλικά? η
γραμματική από μόνη της μεταδίδει πειθαρχία και αρμονία σε σχεδόν
κάθε πρόταση, επιτρέπει πολλαπλούς συνδυασμούς στη σειρά των
λέξεων και κυρίως είναι εύστοχη.
Χάρη στην καθορισμένη σημασία των λέξεών της, η Eλληνική γλώσσα
έχει μια ζωντάνια που καθηλώνει την προσοχή στην κυρίαρχη ιδέα χωρίς
παραπομπές σε αόριστους ή άσχετους συσχετισμούς. Παρόλο που είναι
λιγότερο μαρμάρινη από τα Λατινικά, έχει ωστόσο μια μεγαλοπρέπεια
που είναι κυρίως εντυπωσιακή, διότι δεν είναι επιτηδευμένη αλλά
γεννιέται φυσικά, ανάλογα με τις απαιτήσεις μιας διάθεσης ή μιας
περίστασης.
Mε την πλήρη κλίμακα των ήχων, την πλούσια σειρά φωνηέντων της,
είτε απλών είτε διφθόγγων, και τον έλεγχο όλων των κύριων συμφώνων
της, η Eλληνική γλώσσα έχει πιο πλούσια τονική ποικιλία από την
Aγγλική, όπου τα φωνήεντα τείνουν προς μια άγονη ομοιομορφία και τα
σύμφωνα πολύ συχνά συγχέονται κατά την προφορά ή δεν αρθρώνονται.
Ακόμα και μέσα στα τυπικά πλαίσια που ορίζονται κατά παράδοση στα
διάφορα λογοτεχνικά είδη, οι συγγραφείς μπορούν να αναπτύξουν σε
μεγάλο βαθμό τις προσωπικές τους προτιμήσεις για τις λέξεις και να
προβάλουν μέσα από αυτές την ιδιοσυγκρασία τους.
Χάρη στον λεκτικό πλούσιο και την εγγενή ευρηματικότητά της, η
Eλληνική γλώσσα έχει την ικανότητα να εκφράζεται εύστοχα, με
σαφήνεια και σιγουριά για ό,τι πρέπει να ειπωθεί και να μας αφήνει
κατάπληκτους που τόσα πολλά μπορούν να ειπωθούν τόσο σύντομα και
περιεκτικά. Αυτό θα μπορούσε να υπονοεί μια ανεπιτήδευτη και
ακαλλιέργητη απλότητα. Η υπόθεση αυτή όμως απέχει πολύ από την
πραγματικότητα. Η απλότητα βασίζεται στη δύναμη και, ακριβώς επειδή
η έκφραση είναι τόσο άμεση, αντικατοπτρίζει με τον πιο έντονο τρόπο τα
συναισθήματα που την εμπνέουν».
Η Eλληνική γλώσσα είναι το σπίτι μου
Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο κατάλληλο μέρος για μια ανάλογη συζήτηση
σχετικά με την Eλληνική γλώσσα από τη γη του Καζαντζάκη, ενός από
τους σύγχρονους πρωτεργάτες της μελέτης του γλωσσικού ζητήματος
των Nέων Eλληνικών. Ο Καζαντζάκης γνώριζε καλά ότι ο λαός είναι η
πηγή και η αρχή κάθε γλωσσικής ανάπτυξης και ότι τα ήθη και έθιμα και
το ύφος του λαού διαμορφώνουν τη γλώσσα και την κοινωνική της
πορεία, ενώ μέσα από τον διάλογο θα προκύπτει πάντα ο κατάλληλος
τρόπος έκφρασης κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε αυτό το πλαίσιο,
θα ήθελα να τελειώσω τις σκέψεις μου, ευχαριστώντας από τα βάθη της
καρδιάς μου τους διοργανωτές αυτού του συνεδρίου για την
πρωτοβουλία τους να διατηρήσουν ζωντανό αυτόν τον σημαντικό
γλωσσικό διάλογο, ο οποίος, μέσα από την εκπληκτική Kρητική
φιλοξενία που μας πρόσφεραν, ενσαρκώνει τη σοφία και τη χαρά που
είναι διάχυτες στην Eλληνική γλώσσα και τον Eλληνικό τρόπο ζωής.
Ο Καζαντζάκης σε μία επιστολή του στον Πρεβελάκη είπε κάποτε ότι «η
Eλληνική γλώσσα είναι το σπίτι μου». Αγαπητοί φίλοι, ευγνωμονώ τη
Μοίρα μου που μου έδωσε την ευκαιρία, μέσα απ' αυτήν τη γλώσσα,
στην αρχαία και τη νέα της μορφή, να μοιραστώ μια γωνιά αυτού του
όμορφου σπιτιού.
Πηγές
Aristoteles: Metaphysica, The Works of Aristotele, Oxford, 1928.
Aristoteles: Politica, The Works of Aristotele, Oxford, 1928.
Bernal, J.D.: Science in History, Pelican Book, 1969.
Bowra C.M.: The Greek Experience, A Mentor Book, New York, 1959.
Burnet, J.:Early Greek Philosophy, London, 1920.
Diels H.: Elementum, Leipzig, 1899.
Diels & Kranz (Hrsg.): Die Fragmente der Vorsokratiker, Berlin, 1903.
Farrington, B.: Grekisk vetenskap, Halmstad, 1965.
Guthrie, W.K.G.: A History of Greek philosophy, Cambridge, 1962.
Hiebel, Fr.: The Gospel of Hellas, 1949.
Levy, J.P.: Antikens ekonomi, Helsingborg, 1972.
Lang, Fredrik: Om vetenskapens ursprung, Haften for kritiska, studier, 9,
(1976): 5:44-53.
Marx, Karl: Das Kapital, Berlin, 1973.
Platonis opera: Bibliotheca Oxoniensis, 1967.
Snell, Bruno: Die Entdeckung des Geistes, New York, 1960.
Sohn-Rethel: Geistige und korperliche Arbeit, Frankfurt a.M., 1973.
Thomson, G.: The First Philosophers, London, 1965.
Zucker, Friedrich: Syneidesis-Conscientia, 1928.
Ο Ingemar Rhedin , από τους σημαντικότερους νεοελληνιστές, έχει
μεταφράσει πολλά έργα του Οδυσσέα Ελύτη, της Κικής Δημουλά και
άλλων ποιητών στα Σουηδικά.__

Go to top