ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ: ΣΗΜΕΙΩΣΑΤΕ... Χ!

 

Του Xρήστου Kάτσικα

Στίγμα των ιδεών του στη διάρκεια του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία, ο καθηγητής κ. Γ. Μπαμπινιώτης, ο οποίος έχει τεθεί επικεφαλής του λεγόμενου Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ), πρότεινε, ανάμεσα σε άλλα, οι πανελλαδικές εξετάσεις να βασίζονται σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής.

Πρόκειται για μια πρακτική που και παλιότερα (2004), δια στόματος Υπουργού Παιδείας Μαριέττας Γιαννάκου, προτάθηκε να καθιερωθεί στο δημοτικό (δύο τελευταίες τάξεις), στο πλαίσιο εξαμηνιαίων εξετάσεων που επιχειρούσε τότε να επιβάλει. Η πρακτική αυτή, που προβάλλεται ως καινοτομία, παρουσιάζεται ως ασπίδα στη μηχανική αποστήθιση και στην παπαγαλία.

Πόσο, όμως, αυτός ο σκοπός μπορεί να υπηρετηθεί από το καταναλωτικό πνεύμα και την τυποποίηση στην οποία οδηγούν και οι νέες μορφές αξιολόγησης του μαθητή την ίδια τη διδασκαλία των μαθημάτων; Ας δώσουμε ένα παράδειγμα των «αντικειμενικών τεστ γνώσεων», που αποτελούν το βαρύ πυροβολικό της καινοτομίας των νέων τεχνικών αξιολόγησης. Η διατύπωση ενός τεστ πολλαπλής επιλογής για κάθε μάθημα έχει την ακόλουθη γενική μορφή: Αναφέρεται ένα σύνολο δεδομένων και διατυπώνεται ένα ερώτημα, στο οποίο η απάντηση είναι και το ζητούμενο του προβλήματος. Δίνεται ταυτόχρονα ένα πλήθος πιθανών απαντήσεων, από τις οποίες ο εξεταζόμενος καλείται να επιλέξει τη σωστή. Οι πιθανές απαντήσεις είναι κατά γενικό κανόνα σύντομες: ένα αριθμητικό αποτέλεσμα είτε ένα κείμενο μίας έως τριών σειρών το πολύ.

Με λίγα λόγια, ο παραδοσιακός τρόπος διατύπωσης ενός προβλήματος, που ζητεί από το μαθητή να βρει τη σωστή απάντηση στο τάδε ερώτημα, τροποποιείται στα τεστ πολλαπλής επιλογής και γίνεται: Με τα τάδε δεδομένα, να επιλέξετε τη σωστή απάντηση στο τάδε ερώτημα, μεταξύ των επόμενων πιθανών απαντήσεων.

Τι αλήθεια μπορεί να προκύψει για την αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή, αν επιτύχει να κυκλώσει σωστά το τάδε γράμμα ή να βάλει έναν σταυρό στη θέση του «σωστού» ή του «λάθους»; Τι σχέση έχει με την κριτική επεξεργασία μια άσκηση όπου ο μαθητής καλείται να συμπληρώσει τα κενά ορισμένης φράσεως με τις κατάλληλες λέξεις; Μήπως η αντιστοίχιση των ονομάτων των συγγραφέων μιας στήλης με τους τίτλους των έργων τής απέναντι πιστοποιεί κριτική οξύνοια;

Κατ' αρχήν να τονίσουμε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τέτοιου είδους δοκιμασίες προάγουν την κριτική σκέψη και άλλες συναφείς δραστηριότητες και δέχονται σοβαρές αμφισβητήσεις ακόμη και από τη χώρα που γέννησε αυτά τα τέστ, τις ΗΠΑ. O Jaques Barzun γράφει δηκτικά για τη «γελοία επιρροή της αμερικάνικης μανίας να εξετάζει την ικανότητα του μαθητή χρησιμοποιώντας τη γλώσσα με την αναπόφευκτη απώλεια ευαισθησίας αφού καμιά άσκηση δεν εξηγεί τόσο πλήρως τις διανοητικές ελλείψεις των μαθητών όσο η εσωτερική συσχέτιση γνώσης και σκέψης με τη σημείωση των επιλογών πάνω σε διακεκομμένες γραμμές».

Ο ίδιος συγγραφέας επιμένει ότι «ακόμη κι αν τα τεστ είναι κατασκευασμένα με αλάνθαστο σχέδιο και ελεύθερα από αμφιλογίες και λάθη, θα εξακολουθούσαν να έχουν σοβαρά ελαττώματα σαν όργανα εξέτασης, ειδικά όταν εφαρμόζονται σε δημιουργικά πρόσωπα που, παρά τα εντυπωσιακά τους χαρίσματα, δεν λάμπουν στα παιχνίδια του σαλονιού».

Τι ελέγχεται, όμως, με αυτά τα τεστ που παρουσιάζονται σαν τη λυδία λίθο της αξιολόγησης των μαθητών; Θραύσματα γνώσεων και επιλεκτικής μνήμης που δεν είναι παρά μία από τις μορφές που παίρνει η ικανότητα συγκράτησης πληροφοριών, η οποία δρομολογείται στα ίδια ίχνη της αποστήθισης που υποτίθεται ότι έρχεται να αναιρέσει. Να το πούμε καθαρά ότι τα τεστ αυτά ευνοούν περισσότερο τους «συλλέκτες επιλογών» από εκείνους που έχουν μια επί της ουσίας σχέση με τη σχολική γνώση, τους επιφανειακά έξυπνους από αυτούς που είναι βαθιά δημιουργικοί.

---Ο Χρήστος Κάτσικας είναι ειδικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων.

Go to top