Ι. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ.

Επιλογή αρχών για μια εκπαιδευτική πολιτική

 

ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ πρόβλημα είναι πάντοτε επίκαιρο, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, με την προσπάθεια της αγοραίας παγκοσμιοποίησης της ανθρώπινης κοινωνίας- που δεν είναι άσχετη και με τη ραγδαία και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της πληροφορικής και γενικότερα της τεχνοεπιστήμης- το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται με οξύ και επιτακτικό τρόπο.

Δυστυχώς, παρ΄ όλες τις διάφορες σύγχρονες εκπαιδευτικές θεωρίες, έχουν κατισχύσει, στις κοινωνίες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, αυτές οι εκπαιδευτικές θεωρίες που προωθούν τον αντικοινωνικό ανταγωνισμό και το χομπσιανό δόγμα του «Ηomo homini lupus». Ετσι, το εκπαιδευτικό μοντέλο, που άγρια προωθείται από τον καλπάζοντα καπιταλισμό, δεν μπορεί παρά να είναι παντελώς αδιάφορο προς μια οντολογία των αξιών και μια ουσιαστική Παιδεία και εκπαίδευση. Μια Παιδεία και εκπαίδευση που θα προωθεί επίσης όχι μόνο την εφαρμοσμένη αλλά και τη βασική έρευνα, σε ένα πλαίσιο απεγκλωβισμένο από την αγοραία κηδεμονία. Δεν θα ήταν άλλωστε παράταιρο να τονισθεί εδώ, ότι όλοι οι μεγάλοι φυσικοί επιστήμονες έχουν οικοδομήσει τη σκέψη τους πάνω σε μια βαθιά εδραιωμένη κλασική Παιδεία, και ότι οι σημαντικότερες επιστημονικές επαναστάσεις συντελέστηκαν χωρίς αγοραία κηδεμονία.

Αυτό επομένως που προτείνεται, στο πλαίσιο μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που θα αφορά ενιαία και τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, είναι η κοινή αποδοχή κάποιων ελάχιστων αρχών και επιλογών, που θα είναι εποικοδομητικές, ουσιαστικά προοδευτικές και εφαρμόσιμες. Συγκεκριμένα λοιπόν:

Η εκπαιδευτική διαδικασία είναι εγγενώς συνυφασμένη με τη συστηματική μελέτη, με τον μόχθο, την άσκηση και με κάποιου είδους πειθαρχία. Σε καμία χώρα της ΕΕ- από τη σοσιαλιστική Ισπανία ως τη φιλοαμερικανική Τσεχία- δεν έχει βαλτώσει η Παιδεία, για τόσα χρόνια, σε μια μόνιμη κατάσταση συνεχούς και ατελέσφορης αναταραχής. Οι συχνές καταλήψεις διόλου δεν συμβάλλουν στην αναβάθμιση της Παιδείας.

Υπάρχουν εκφάνσεις της κομματικοποίησης στα πανεπιστήμιά μας που επάξια διεκδικούν βραβείο παγκόσμιας πρωτοτυπίας. Η κομματικοποίηση αυτή- και όχι βέβαια η επιθυμητή ενασχόληση των νέων ανθρώπων με τα κοινά, που είναι χρέος ενός αληθινού πολίτη - εκμαυλίζει τη συμπεριφορά τους και είναι άκρως ανελεύθερη και αντεπαναστατική.

Σε δεδομένο πλαίσιο και εύρος δυνατών πολιτειακών μεταβολών, μαξιμαλιστικές απαιτήσεις οδηγούν σε τέλμα και σε πολιτική απραξία, σε έξωθεν επιβολή μέτρων και σε επιλογές που τελικά αποδεικνύονται πιο συντηρητικές. Αυτό που απαιτείται, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι ένας, με υπερκομματική συναίνεση, νέος νόμος-πλαίσιο και η πάση θυσία στήριξη του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου. Πρέπει να βρεθεί επίσης τρόπος για να μη διαβρώνουν τα ερευνητικά προγράμματα τις ανθρώπινες σχέσεις και την ηθική υπόσταση των πανεπιστημίων.

Απαιτείται, επίσης, η ουσιαστική στήριξη και προώθηση της βασικής έρευνας, των τεχνολογιών αιχμής και της τεχνοεπιστήμης, αλλά και των ανθρωπιστικών σπουδών, της καλλιτεχνικής και αισθητικής Παιδείας, της φιλοσοφικής Παιδείας και του Πολιτισμού.

Η χώρα μπορεί να χαράξει μια δική της εκπαιδευτική πολιτική στο πλαίσιο μιας φιλοσοφίας της εκπαίδευσης που θα προωθεί την απαραίτητη για τον τόπο εξειδικευμένη γνώση, πάνω στη γερή βάση μιας ουσιαστικής Παιδείας, μιας Παιδείας που θα συμβάλει με όραμα, γνώση και φρόνηση- την αριστοτελική έννοια της φρόνησης που γνωρίζει διεθνώς μια σημαντική επανάκαμψη στην πολιτική επιστήμη και τη βιοηθική- στην ουσιαστική και μακρόπνοη ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που αντί να σκοτώνει τους νέους και τα όνειρά τους, ακομμάτιστα θα τους δείχνει, με ειλικρίνεια και αγάπη, ένα δρόμο ευγενούς προσπάθειας, με όραμα, προοπτική και με τη χαρά της δημιουργίας.

 

 

Του Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ

Τέσσερις προσεγγίσεις για τον διάλογο στην Παιδεία

 

1. Χρειάζεται;
Οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία έχουν αποκτήσει στη χώρα μας κακό όνομα, εν μέρει ίσως δικαιολογημένα. Διότι συνήθως δεν είναι προϊόντα ευρύτερου σοβαρού διαλόγου, αλλά προέρχονται είτε από κομματικές θέσεις, είτε από πρωτοβουλίες υπουργών Παιδείας με τη συνεργασία κάποιων έμπιστων συνεργατών τους. Με εξαίρεση τον Διάλογο για την Παιδεία- διευρυμένο, απροκατάληπτο, εκτενή- επί υπουργίας τού Γ. Σουφλιά, για μια ευρύτερη μεταρρύθμιση που άρχισε μεν τότε (1992) να εφαρμόζεται αλλά που, δυστυχώς, εγκαταλείφθηκε από την επόμενη ηγεσία τού Υπουργείου Παιδείας (λόγω αλλαγής Κυβερνήσεως), η οποία ακολούθησε διαφορετική πολιτική, εκτενής αντιπροσωπευτικός διάλογος για την Γενική Παιδεία από θεσμοθετημένο ευρείας συνθέσεως όργανο δεν έχει ξαναϋπάρξει.

Μολονότι το 2003-επί Κυβερνήσεως Κ. Σημίτη- θεσμοθετήθηκε το Οργανο που θα μπορούσε να τον διεξαγάγει, εννοώ το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας.

Σήμερα, σε καιρούς δύσκολους για όλο τον κόσμο, και με τα πράγματα να έχουν οδηγηθεί στη χώρα μας σε οριακές καταστάσεις λόγω των κινητοποιήσεων στην Παιδεία μας (με αφορμή το τραγικό γεγονός τού θανάτου τού μαθητή Γρηγορόπουλου, αλλά με βαθύτερα αίτια την πικρία, την οργή και την απογοήτευση των νέων για μια δημόσια Παιδεία που δεν είχε και δεν έχει έμπρακτα πρωτεύουσα θέση στις επιλογές τής Πολιτείας όλα τα τελευταία χρόνια) ένας ειλικρινής διάλογος για ακανθώδη ζητήματα τής Γενικής Παιδείας μας σε εθνικό επίπεδο και από φορέα θεσμοθετημένο σε ανύποπτο χρόνο (και όχι από μια Επιτροπή προσωπικής επιλογής τού αρμόδιου υπουργού) είναι περισσότερο από αναγκαίος. Αν μάς ενδιαφέρει πραγματικά η Παιδεία, αν το επαναλαμβανόμενο ότι «όλα εξαρτώνται από την Παιδεία» δεν είναι κούφια λόγια ή εύκολο δημαγωγικό σύνθημα.

2. Διάλογος για τον διάλογο;
Πολιτικός δεν είμαι. Είμαι δάσκαλος (με 40 χρόνια θητείας στην Παιδεία μας!). Κι ίσως οι εκτιμήσεις μου να υστερούν πολιτικά. Ομως ειλικρινώς δεν μπορώ να διανοηθώ ότι σε δύσκολες στιγμές για μια χώρα, κάποιοι θα ήθελαν να παίξουν «εν ου παικτοίς». Με ό,τι συγκινεί κι ενδιαφέρει εκατομμύρια γονέων, μαθητών, εκπαιδευτικών, σημερινών και αυριανών. Με ό,τι κατεξοχήν καίει-μαζί με τα οικονομικά- τους πολίτες αυτή την ώρα, οι οποίοι δεν αντέχουν άλλο στρεβλώσεις που είναι μοναδικές σ΄ αυτή τη γωνιά τής γης, με την παραπαιδεία δηλ. να έχει πάρει τη θέση τής παιδείας στο Λύκειο, με το Φροντιστήριο να έχει υποκαταστήσει το Σχολείο! Μ΄ ένα υποβαθμισμένο Λύκειο-παιδευτικά, κοινωνικά και συνειδησιακά- και μ΄ έναν υποβαθμισμένο εκπαιδευτικό, αυτόν που διδάσκει στο Λύκειο, που δεν είναι, τελικά, υπεύθυνος γι΄ αυτή την κατάσταση ούτε αξίζει αυτή την απαξίωση!

Διάλογος, λοιπόν, για πολύ ουσιαστικά, άμεσα και καυτά προβλήματα. Με προτάσεις για λύσεις. Γιατί δεν πρόκειται εμείς να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Προβλήματα που θα συζητηθούν έχουν προ πολλού λυθεί στις περισσότερες χώρες τής Ευρώπης. Προτάσεις ορθολογικές και αποτελεσματικές που μπορούν να προκύψουν από ένα ειλικρινή, ευρύτερο και ουσιαστικό διάλογο δεν αποτελούν ούτε προκάλυμμα ούτε και προνόμιο μιας Κυβερνήσεως, αυτής που βρίσκεται στην εξουσία σήμερα. Αποτελεί δέσμευση παιδευτική, ηθική, κοινωνική και πολιτική για όποια Κυβέρνηση (αυτή ή άλλη) θα υιοθετήσει την ανάγκη μιας γενναίας αλλαγής και εξάλειψης συγχρόνως μιας απαράδεκτης στρέβλωσης στην καίρια βαθμίδα τού Λυκείου. Προτάσεις σοβαρές, τολμηρές, εφόσον είναι και πειστικές και πρακτικά εφαρμόσιμες, ξεπερνούν τον χρόνο και τα πρόσωπα και μπορούν να έχουν ευρύτερη κοινωνική στήριξη που καμιά πολιτική παράταξη δεν θα μπορεί εύκολα να αγνοήσει. Αρα μιλάμε για έναν διάλογο δεσμευτικό για λύσεις και όχι για κομματικά παιχνίδια ή προφάσεις, απ΄ όπου κι αν προέρχονται. 3. Μαξιμαλιστικές προσεγγίσεις
Δεν χρειάζεται να είσαι εκπαιδευτικός ούτε ειδικός για να πεις ότι μια ριζική αλλαγή στο εκπαιδευτικό μας σύστημα θα έπρεπε να περιλαμβάνει όλες τις βαθμίδες τής Εκπαίδευσης, από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο και (γιατί όχι;) το Πανεπιστήμιο.

Δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει στα προφανή. Το ζήτημα είναι ότι τέτοιες μεγιστοποιημένες προσεγγίσεις απαιτούν τεράστιους χρόνους που δεν τους αντέχει άλλο το στρεβλό μας σύστημα. Πρέπει από κάπου να αρχίσουμε και να κλιμακώσουμε τις επεμβάσεις. Ο «μεγάλος ασθενής» τής εκπαίδευσής μας είναι το Λύκειο και η προέκτασή του, η επιλογή των αποφοίτων Λυκείου για τα Πανεπιστήμια. Από εδώ πρέπει να αρχίσουμε χωρίς καμιά καθυστέρηση. Αλλιώς-αν συζητάμε για τα πάντα- θα βρεθούμε πραγματικά σ΄ έναν διάλογο για τον διάλογο, σε ατέρμονες συζητήσεις χωρίς ορατό αποτέλεσμα. Η προσέγγιση «από το τίποτε σε όλα» είναι εξωπραγματική. 4. Χρηματοδότηση των αλλαγών
Οτι σοβαρές αλλαγές στο σύστημα τής Παιδείας μας, έστω μόνο και στο σύστημα τού Λυκείου, απαιτούν ανάλογη χρηματοδότηση είναι οφθαλμοφανές. Αλλά η θέση, ότι δεν συζητάμε προτού εξασφαλίσουμε τη χρηματοδότηση θα προσέκρουε και λογικά και πρακτικά. Πρακτικά μεν γιατί δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει μια νέα συστηματική πρόταση, προτού να κοστολογηθεί. Λογικά δε (και ηθικά;) γιατί μια τέτοια θέση μπορεί να ακυρώσει κάθε σοβαρή συζήτηση για αντιμετώπιση των προβλημάτων τής Παιδείας μας, προκαλώντας ίσως και την εντύπωση αποφυγής τού διαλόγου και άθελης διαιώνισης των προβλημάτων. Το εύλογο αίτημα είναι χρηματοδότηση συγκεκριμένων αλλαγών τού νέου συστήματος και όχι χρηματοδότηση «εν κενώ». Για να είμαστε πειστικοί...

5. Επιλεγόμενα
Τα πράγματα στην Παιδεία μας βρίσκονται σε οριακή κατάσταση. Δεν είναι πια καιρός για κρίσεις και επικρίσεις. Πρέπει να υπάρξουν συστηματικές, δεσμευτικές προτάσεις για συγκεκριμένα έργα και πράξεις. Μέσα από διάλογο. Ολοι κρινόμαστε και πρώτος ο γράφων, που φύσει και θέσει θα μπορούσε να είχε αρκεσθεί στη θαλπωρή των λέξεων!

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημ?ου Αθηνών

 

Go to top