Συνεχίζοντας το προηγούμενο άρθρο σχετικά με τις νέες παιδαγωγικο-διδακτικές προσεγγίσεις στα νέα Α.Π. αναφερόμαστε στο παρόν άρθρο σε μια σειρά από αυτές που κρίνονται απαραίτητες γιά την διεξαγωγή της διδακτικής πράξης.  Η δι­ε­πι­στη­μο­νι­κή και δι­α­θε­μα­τι­κή ε­κτύ­λι­ξη και η ο­μα­δο­συ­νερ­γα­τι­κή δι­ά­στα­ση της δι­δα­κτι­κής δι­α­δι­κα­σί­ας, όπως αυτή απλώνεται στα νέα Α.Π και βιβλία, υ­λο­ποι­ούν μί­α βα­σι­κή πλευ­ρά και προ­ϋ­πό­θε­σή τους που εί­ναι η χρή­ση θε­μά­των που α­νή­κουν στα εν­δι­α­φέ­ρον­τα, τις α­νη­συ­χί­ες και τις εμ­πει­ρί­ες του μα­θη­τή, δι­α­νοί­γοντας ε­ναρ­γέ­στε­ρα σε μια γε­νι­κό­τε­ρη παι­δα­γω­γι­κο-δι­δα­κτι­κή θε­ώ­ρη­ση που θέ­τει στη δι­δα­κτι­κή δι­α­δι­κα­σί­α κέν­τρο της τον ί­διο το μα­θη­τή.

 

Η αρ­χή της παι­δο­κεν­τρι­κό­τη­τας εί­ναι σύμ­φω­νη με τις νέ­ες παι­δα­γω­γι­κο-δι­δα­κτι­κές αν­τι­λή­ψεις.. Έ­χει ως κα­τευ­θυν­τή­ρια αρ­χή της τον ί­διο το μα­θη­τή και τί­θε­ται ως κρι­τή­ριο για το πε­ρι­ε­χό­με­νό και τη δι­δα­κτι­κή πρά­ξη. Εί­ναι ση­μαν­τι­κό ε­δώ ο προσ­δι­ο­ρι­σμός του πε­ρι­ε­χο­μέ­νου του μα­θή­μα­τος με βά­ση το τρό­πο σκέ­ψης και μά­θη­σης του μα­θη­τή, σύμ­φω­να με τα πο­ρί­σμα­τα της γε­νε­τι­κής ψυ­χο­λο­γί­ας και της ψυ­χο­λο­γί­ας της μά­θη­σης, ώ­στε να ε­ναρ­μο­νί­ζε­ται το πε­ρι­ε­χό­με­νο με τις νο­η­τι­κές και γνω­στι­κές ι­κα­νό­τη­τες του μα­θη­τή, με τις προ­σω­πι­κές εμ­πει­ρί­ες και τα βι­ώ­μα­τά του κα­θώς ε­πί­σης και με την ι­δι­ό­μορ­φη ε­φη­βι­κή η­λι­κί­α με τα ι­δι­αί­τε­ρα προ­βλή­μα­τα και τις ι­δι­αί­τε­ρές του  α­νη­συ­χί­ες,.

Ο έ­φη­βος κυ­ρι­αρ­χεί­ται α­πό πρω­τό­γνω­ρες ψυ­χο­λο­γι­κές και κοι­νω­νι­κές α­νάγ­κες που ε­πι­ζη­τούν την ι­κα­νο­ποί­η­σή τους: Η συγ­κρό­τη­ση θε­τι­κής και ε­ξι­σορ­ρο­πη­μέ­νης αυ­το-ει­κό­νας, η α­νά­πτυ­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τας, η κα­τά­κτη­ση αυ­το-αν­τί­λη­ψης, η α­νάγ­κη για α­νε­ξαρ­τη­σί­α, η κρι­τι­κή το­πο­θέ­τη­ση α­πέ­ναν­τι στις α­ξί­ες του πα­ρελ­θόν­τος, η α­νάγ­κη να α­γα­πά και να α­γα­πι­έ­ται, η ε­ρω­τι­κή έλ­ξη και συ­νάν­τη­ση. Προβληματισμοί για τα σύγ­χρο­να προ­βλή­μα­τα, το κό­σμο και τον άν­θρω­πο, ε­ρω­τή­μα­τα για το κα­κό και την α­δι­κί­α που υ­πάρ­χουν στο κό­σμο, θέ­μα­τα προ­σω­πι­κών α­να­ζη­τή­σε­ων και σχέ­σε­ων κλπ.

Η προ­σω­πι­κή εμ­πει­ρί­α εί­ναι η ά­με­ση γνώ­ση που προ­κύ­πτει α­πό την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση του υ­πο­κει­μέ­νου με το πε­ρι­βάλ­λον μέ­σα στο ο­ποί­ο ζεί και κι­νεί­ται, ως α­πο­τέ­λε­σμα ε­νερ­γη­τι­κής συμ­με­το­χής και αν­τα­πό­κρι­σης της ο­λό­τη­τας του αν­θρώ­που κα­τά τη ο­ποί­α ε­πι­λέ­γει ορ­γα­νώ­νει και ερ­μη­νεύ­ει τα ποι­κί­λα ε­ρε­θί­σμα­τα που δέ­χε­ται. Η α­δι­α­φο­ρο­ποί­η­τη αρ­χι­κά εμ­πει­ρι­κή γνώ­ση κα­θί­στα­ται αρ­γό­τε­ρα πιο προ­σι­τή κα­θώς ο άν­θρω­πος με­γα­λώ­νον­τας δι­α­κρί­νει γύ­ρω του πλή­θος νο­η­μά­των τα ο­ποί­α μπο­ρεί να δι­ε­ρευ­νά και να συλ­λαμ­βά­νει δι­α­μορ­φώ­νον­τας νέ­ες εμ­πει­ρί­ες.  Είναι ε­πι­τα­κτι­κή η α­νάγ­κη για μια ου­σι­α­στι­κή α­ξι­ο­ποί­η­ση των μα­θη­τι­κών εν­δι­α­φε­ρόν­των στη συγ­κρό­τη­ση του πε­ρι­ε­χο­μέ­νου και των σκο­πών  της δι­δα­κτι­κής δι­α­δι­κα­σί­ας, χω­ρίς ό­μως να τη μο­νο­πω­λούν.  Έ­τσι ο μα­θη­τής βο­η­θιέται στη γνώ­ση, στη κοι­νω­νι­κή του έν­τα­ξη και ω­φε­λεί­ται ψυ­χο­λο­γι­κά.

 

Οι προ­σω­πι­κές σχέ­σεις εί­ναι σύμ­φω­να με τις νέ­ες αρ­χές α­πα­ραί­τη­τες για την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη ορ­γά­νω­ση της σχο­λι­κής τά­ξης και την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη δι­ε­ξα­γω­γή της δι­δα­κτι­κής πρά­ξης, κα­θώς εμ­πε­ρι­έ­χουν στοι­χεί­α που οι­κο­δο­μούν τη συ­νερ­γα­σί­α, την αλ­λη­λο­βο­ή­θεια με­τα­ξύ των μα­θη­τών και ευ­νο­ούν την πο­ρεί­α προς τη κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σή τους. Τα πα­ρα­δο­σια­κά παι­δα­γω­γι­κό-δι­δα­κτι­κά μον­τέ­λα με έν­το­νο το γρα­φει­ο­κρα­τι­κό, συγ­κεν­τρω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα συ­νι­στού­σαν σχέ­σεις κα­θα­ρά δα­σκα­λο­κεν­τρι­κές. Ε­δώ η ε­πι­κοι­νω­νί­α, οι πλη­ρο­φο­ρί­ες, οι εν­το­λές κα­θο­ρί­ζον­ται ι­ε­ραρ­χι­κά και έ­τσι με­τα­βι­βά­ζον­ται, α­πο­κλεί­ον­τας την ο­ρι­ζόν­τια ή την αν­τί­στρο­φη ε­πι­κοι­νω­νί­α. Κυ­ρια­ρχεί η πει­θαρ­χί­α και  δεν υ­πάρ­χει χώ­ρος για αυ­το­νο­μί­α και συμ­με­το­χή, πα­ρά μό­νο για υ­πα­κο­ή. Υ­πο­κρύ­πτε­ται πε­ποί­θη­ση, ό­τι οι μα­θη­τές δεν έ­χουν ε­σω­τε­ρι­κές δυ­να­τό­τη­τες α­νά­πτυ­ξης και ό­τι ό­λα α­νή­κουν στο κα­θη­γη­τή. Με­γά­λο βή­μα μπρο­στά α­πο­τε­λούν ο δα­σκα­λο­μα­θη­τι­κές σχέ­σεις που ε­πι­δρούν ση­μαν­τι­κά στην ι­κα­νο­ποί­η­ση των μα­θη­τι­κών α­ναγ­κών, συμ­βάλ­λουν στην α­νά­πτυ­ξη της αυ­το­ε­κτί­μη­σης και της αυ­το­αν­τί­λη­ψής τους με τη καλ­λι­έρ­γεια προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων με­τα­ξύ κα­θη­γη­τών και μα­θη­τών. Πιο πέ­ρα προ­χω­ρούν οι δι­α­μα­θη­τι­κές σχέ­σεις, κα­θώς συμ­βάλ­λουν στη δι­α­σφά­λι­ση της κοι­νω­νι­κής α­πο­δο­χής των συ­νο­μη­λί­κων και ε­νι­σχύ­ουν τις αρ­χές της συλ­λο­γι­κό­τη­τας και της συ­νερ­γα­σί­ας, ευ­νο­ούν τη συ­νερ­γα­τι­κή μά­θη­ση και την αλ­λη­λο­δι­δα­κτι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες .

Η πραγ­μά­τω­ση ου­σι­α­στι­κής ε­πι­κοι­νω­νί­ας των πα­ρα­γόν­των της δι­δα­κτι­κής δι­α­δι­κα­σί­ας έ­χει ση­μα­σί­α για­τί δεν α­πο­τε­λεί μό­νον μέ­σο για την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά της αλ­λά και βα­σι­κό στό­χο της. Οι σχέ­σεις που δη­μι­ουρ­γούν­ται ο­ρί­ζον­ται α­πό α­μοι­βαί­α κα­τα­νό­η­ση, και αλ­λη­λο­σε­βα­σμό. Στο ψυ­χο­λο­γι­κό το­μέ­α συμ­βά­λουν στην α­νά­πτυ­ξη της προ­σω­πι­κής ταυ­τό­τη­τας κα­θώς στη­ρί­ζον­ται στο ά­νοιγ­μα του Ε­γώ προς το Ε­σύ των άλ­λων προ­σώ­πων. Άλ­λω­στε ξέ­ρου­με πό­σο δι­α­μορ­φω­τι­κή ε­πί­δρα­ση κα­τέ­χει για την παι­δι­κή και ε­φη­βι­κή η­λι­κί­α η ποι­ό­τη­τα των αν­θρω­πί­νων σχέ­σε­ων. Εί­ναι α­πο­κλει­στι­κά και πρω­ταρ­χι­κή ευ­θύ­νη του εκ­παι­δευ­τι­κού με την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έρ­γο του να συμ­βά­λει στη δη­μι­ουρ­γί­α προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων. Αλ­λά και στη κα­τεύ­θυν­ση της α­πό­κτη­σης γνώ­σης έ­χουν ση­μα­σί­α οι προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Με έμ­με­σο τρό­πο ο μα­θη­τής έρ­χε­ται σε ε­πι­κοι­νω­νί­α με το δι­δα­κτι­κό αν­τι­κεί­με­νο, γε­γο­νός που δι­α­με­σο­λα­βεί­ται α­πό τις  προ­σω­πι­κές δα­σκα­λο­μα­θη­τι­κές σχέ­σεις. Στη κα­τεύ­θυν­ση της προ­σω­πι­κής συ­νάν­τη­σης με το αν­τι­κεί­με­νο συμ­βά­λει και το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό κλί­μα που κυ­ρια­ρχεί στη σχο­λι­κή τά­ξη ως α­πο­τέ­λε­σμα των γνή­σι­ων και ει­λι­κρι­νών προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων.

 

Οι μορ­φές δι­δα­σκα­λί­ας εί­ναι α­νά­λο­γες με τις σχέ­σεις που α­να­πτύσ­σον­ται με­τα­ξύ των πα­ρα­γόν­των της (κα­θη­γη­τή-μα­θη­τή-δι­δα­κτι­κού αν­τι­κει­μέ­νου). Στις δα­σκα­λο­κεν­τρι­κές μορ­φές δι­δα­σκα­λί­ας, ο δά­σκα­λος α­πο­τε­λεί τη κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη και το κέν­τρο της δι­δα­κτι­κής δι­α­δι­κα­σί­ας. Αυ­τός ε­λέγ­χει και κα­θο­δη­γεί μονολογικά. Οι μι­κτές μορ­φές δι­δα­σκα­λί­ας εμ­πλέ­κουν το μα­θη­τή στην ε­πι­κοι­νω­νί­α και τη δι­δα­κτι­κή δι­α­δι­κα­σί­α. Αν και ε­δώ η πα­ρου­σί­α του κα­θη­γη­τή εί­ναι ου­σι­α­στι­κή και κυ­ρί­αρ­χη, οι μα­θη­τές ε­νερ­γο­ποι­ούν­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο και ου­σι­α­στι­κό­τε­ρα, συμ­με­τέ­χουν στο δι­ά­λο­γο και βο­η­θούν­ται στη συ­νερ­γα­σί­α και στην αλ­λη­λο­ε­πι­κοι­νω­νί­α. Στις μα­θη­το­κεν­τρι­κές μορ­φές  ο μα­θη­τής γί­νε­ται το κρι­τή­ριο των πάν­των. Οι σχέ­σεις  είναι ι­σό­τι­μες και οι σχέ­σεις με το δι­δα­κτι­κό αν­τι­κεί­με­νο γί­νον­ται α­πό σχέ­σης α­να­πα­ρα­γω­γής της γνώ­σης σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής της. Εδώ ται­ριά­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο οι δι­α­λε­κτι­κές και δι­ε­ρευ­νη­τι­κές μορ­φές δι­δα­σκα­λί­ας. Εί­ναι βέ­βαι­α α­πα­ραί­τη­το να βο­η­θη­θούν πα­ρω­θη­τι­κά οι μα­θη­τές στις μορ­φές αυ­τές και τις δι­α­δι­κα­σί­ες, να δι­δα­χθούν και να ε­ξοι­κει­ω­θούν με τις συγ­κε­κρι­μέ­νες δε­ξι­ό­τη­τες, τις α­πα­ραί­τη­τες για τη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των μορ­φών αυ­τών. Οι νέ­ες αρ­χές συγ­κλί­νουν προς τις τε­λευ­ταί­ες, χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ό­τι οι πα­ρα­δο­σια­κές μορ­φές εγ­κα­τα­λεί­πον­ται. Στη κρί­ση του κα­θη­γη­τή εί­ναι να ο­ρί­σει το βαθ­μό και το χρό­νο χρή­σης κά­θε μορ­φής και συν­δυ­α­στι­κά α­νά­λο­γα με το ποι­ές (α­κα­δη­μα­ϊ­κές, συ­ναι­σθη­μα­τι­κές, ή κοι­νω­νι­κές) α­νάγ­κες σχε­διά­ζει να ι­κα­νο­ποι­ή­σει.. Οι ο­μα­δο­συ­νερ­γα­τι­κές μορ­φές, με­τα­φέ­ρουν το βά­ρος της ό­λης δι­α­δι­κα­σί­ας στις ο­λι­γο­με­λείς ο­μά­δες των μα­θη­των.

 

Η δι­α­λε­κτι­κή δι­δα­σκα­λί­α προ­βάλ­λε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τη μο­νο­λο­γι­κή, η ο­ποί­α θε­ω­ρεί­ται κυ­ρί­ως ως μορ­φή που αρ­μό­ζει πιο πο­λύ στο πα­ρα­δο­σια­κό σχο­λεί­ο, ό­που κυ­ρια­ρχεί ο δα­σκα­λο­κεν­τρι­σμός και χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό δογ­μα­τι­σμό και κη­ρυγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ω­στό­σο η ο­λο­κλη­ρω­τι­κή α­πόρ­ρι­ψή της στις νέ­ες συν­θή­κες δεν εί­ναι χρή­σι­μη α­φού και αυ­τή έ­χει ση­μαί­νον­τα ρό­λο να δι­α­δρα­μα­τί­σει στη δι­δα­κτι­κή πρά­ξη και ό­που κυ­ρί­ως χρει­ά­ζε­ται το α­φη­γη­μα­τι­κό και το πε­ρι­γρα­φι­κό στοι­χεί­ο να φω­τί­σει και να πα­ρου­σιά­σει πλευ­ρές ση­μαν­τι­κές του θέ­μα­τος., ή ό­ταν ο κα­θη­γη­τής θέ­λει να δι­ε­γεί­ρει το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό κό­σμο των μα­θη­τών και να δη­μι­ουρ­γή­σει α­νά­λο­γα βι­ώ­μα­τα.. Στη χρή­ση της πάν­τως α­παι­τεί­ται μέ­τρο, πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα α­πό το κα­θη­γη­τή και χρή­ση α­νά­λο­γη ε­πο­πτι­κού υ­λι­κού, σω­στή δι­α­τύ­πω­ση και εκ­φο­ρά του λό­γου. Η μο­νο­λο­γι­κή μορ­φή, τέ­λος, υ­στε­ρεί στο βαθ­μό που μο­νο­πω­λεί το πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο της δι­δα­σκα­λί­ας, στο ό­τι δε λαμ­βά­νει υ­πόψη τις α­το­μι­κές μα­θη­σια­κές ι­δι­αι­τε­ρό­τη­τες των μα­θη­τών και α­πο­κλεί­ει την ε­ξα­το­μί­κευ­ση, αδυνατώντας να συμ­βάλ­λει στην α­να­τρο­φο­δό­τη­ση του κα­θη­γη­τή και των μα­θη­τών.

Η δι­α­λε­κτι­κή δι­δα­σκα­λί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται με πε­ρισ­σό­τε­ρα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα, κα­θώς έ­χει συ­νερ­γα­τι­κό και προ­σω­πι­κό χα­ρα­κτήρα. Ο εκ­παι­δευ­τι­κός υ­πεύ­θυ­να συν­το­νί­ζει το δι­ά­λο­γο α­νά­με­σα στα μέ­λη μιας ο­μά­δας στην ο­ποί­α και αυ­τός α­νή­κει: εν­θαρ­ρύ­νει, συμ­βάλ­λει στην ι­σόρ­ρο­πη συμ­με­το­χή ό­λων, κεν­τρί­ζει στην ου­σι­α­στι­κή συ­νει­σφο­ρά ό­λων με ι­δέ­ες γνώ­μες, εμ­πει­ρί­ες και βι­ώ­μα­τα. Η δι­α­λε­κτι­κή δι­δα­σκα­λί­α έ­χει έκ­δη­λες ψυ­χο­λο­γι­κές ω­φέ­λει­ες α­φού εί­ναι γνω­στό πώς ο έ­φη­βος α­ρέ­σκε­ται στην ε­ρώ­τη­ση, στην αμ­φι­σβή­τη­ση, στη δι­ε­ρεύ­νη­ση, στην αν­τι­πα­ρά­θε­ση και στην εκ­φρα­ση προ­σω­πι­κών κρί­σε­ων. Η συμ­με­το­χή στο δι­ά­λο­γο προ­σφέ­ρει ευ­και­ρί­ες για α­νά­πτυ­ξη της αυ­το­ε­κτί­μη­σης, στο βαθ­μό που οι γνώ­μες και οι δι­α­φω­νί­ες του μα­θη­τή, ε­κλαμ­βά­νον­ται ως θε­τι­κή προ­σω­πι­κή συ­νει­σφο­ρά σ' αυ­τόν.  συν­δυα­σμός στη δι­δα­κτι­κή πρά­ξη των δυ­ο μορ­φών δι­α­σφα­λί­ζει τα θε­τι­κά της δι­α­με­σο­λά­βη­σης του εκ­παι­δευ­τι­κού και της δι­α­μα­θη­τι­κής ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Εί­ναι  ση­μαν­τι­κό βή­μα α­πο­μά­κρυν­σης α­πό πα­λι­ό­τε­ρες μο­νο­λι­θι­κές με­θό­δους, κα­θώς συν­δυά­ζει τη συ­στη­μα­τι­κή ε­νη­μέ­ρω­ση και τη δι­α­λε­κτι­κή δι­ε­ρεύ­νη­ση και α­να­πτύσ­σει τις γνω­στι­κές, κρι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές ι­κα­νό­τη­τες του μα­θη­τή. (Συνεχίζεται.).

Go to top