Συνεχίζοντας το προηγούμενο άρθρο σχετικά με τις νέες παιδαγωγικο-διδακτικές προσεγγίσεις στα νέα Α.Π. αναφερόμαστε στο παρόν άρθρο σε μια σειρά από αυτές που κρίνονται απαραίτητες γιά την διεξαγωγή της διδακτικής πράξης. Η διεπιστημονική και διαθεματική εκτύλιξη και η ομαδοσυνεργατική διάσταση της διδακτικής διαδικασίας, όπως αυτή απλώνεται στα νέα Α.Π και βιβλία, υλοποιούν μία βασική πλευρά και προϋπόθεσή τους που είναι η χρήση θεμάτων που ανήκουν στα ενδιαφέροντα, τις ανησυχίες και τις εμπειρίες του μαθητή, διανοίγοντας εναργέστερα σε μια γενικότερη παιδαγωγικο-διδακτική θεώρηση που θέτει στη διδακτική διαδικασία κέντρο της τον ίδιο το μαθητή.
Η αρχή της παιδοκεντρικότητας είναι σύμφωνη με τις νέες παιδαγωγικο-διδακτικές αντιλήψεις.. Έχει ως κατευθυντήρια αρχή της τον ίδιο το μαθητή και τίθεται ως κριτήριο για το περιεχόμενό και τη διδακτική πράξη. Είναι σημαντικό εδώ ο προσδιορισμός του περιεχομένου του μαθήματος με βάση το τρόπο σκέψης και μάθησης του μαθητή, σύμφωνα με τα πορίσματα της γενετικής ψυχολογίας και της ψυχολογίας της μάθησης, ώστε να εναρμονίζεται το περιεχόμενο με τις νοητικές και γνωστικές ικανότητες του μαθητή, με τις προσωπικές εμπειρίες και τα βιώματά του καθώς επίσης και με την ιδιόμορφη εφηβική ηλικία με τα ιδιαίτερα προβλήματα και τις ιδιαίτερές του ανησυχίες,.
Ο έφηβος κυριαρχείται από πρωτόγνωρες ψυχολογικές και κοινωνικές ανάγκες που επιζητούν την ικανοποίησή τους: Η συγκρότηση θετικής και εξισορροπημένης αυτο-εικόνας, η ανάπτυξη της προσωπικότητας, η κατάκτηση αυτο-αντίληψης, η ανάγκη για ανεξαρτησία, η κριτική τοποθέτηση απέναντι στις αξίες του παρελθόντος, η ανάγκη να αγαπά και να αγαπιέται, η ερωτική έλξη και συνάντηση. Προβληματισμοί για τα σύγχρονα προβλήματα, το κόσμο και τον άνθρωπο, ερωτήματα για το κακό και την αδικία που υπάρχουν στο κόσμο, θέματα προσωπικών αναζητήσεων και σχέσεων κλπ.
Η προσωπική εμπειρία είναι η άμεση γνώση που προκύπτει από την αλληλεπίδραση του υποκειμένου με το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζεί και κινείται, ως αποτέλεσμα ενεργητικής συμμετοχής και ανταπόκρισης της ολότητας του ανθρώπου κατά τη οποία επιλέγει οργανώνει και ερμηνεύει τα ποικίλα ερεθίσματα που δέχεται. Η αδιαφοροποίητη αρχικά εμπειρική γνώση καθίσταται αργότερα πιο προσιτή καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνοντας διακρίνει γύρω του πλήθος νοημάτων τα οποία μπορεί να διερευνά και να συλλαμβάνει διαμορφώνοντας νέες εμπειρίες. Είναι επιτακτική η ανάγκη για μια ουσιαστική αξιοποίηση των μαθητικών ενδιαφερόντων στη συγκρότηση του περιεχομένου και των σκοπών της διδακτικής διαδικασίας, χωρίς όμως να τη μονοπωλούν. Έτσι ο μαθητής βοηθιέται στη γνώση, στη κοινωνική του ένταξη και ωφελείται ψυχολογικά.
Οι προσωπικές σχέσεις είναι σύμφωνα με τις νέες αρχές απαραίτητες για την αποτελεσματικότερη οργάνωση της σχολικής τάξης και την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της διδακτικής πράξης, καθώς εμπεριέχουν στοιχεία που οικοδομούν τη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια μεταξύ των μαθητών και ευνοούν την πορεία προς τη κοινωνικοποίησή τους. Τα παραδοσιακά παιδαγωγικό-διδακτικά μοντέλα με έντονο το γραφειοκρατικό, συγκεντρωτικό χαρακτήρα συνιστούσαν σχέσεις καθαρά δασκαλοκεντρικές. Εδώ η επικοινωνία, οι πληροφορίες, οι εντολές καθορίζονται ιεραρχικά και έτσι μεταβιβάζονται, αποκλείοντας την οριζόντια ή την αντίστροφη επικοινωνία. Κυριαρχεί η πειθαρχία και δεν υπάρχει χώρος για αυτονομία και συμμετοχή, παρά μόνο για υπακοή. Υποκρύπτεται πεποίθηση, ότι οι μαθητές δεν έχουν εσωτερικές δυνατότητες ανάπτυξης και ότι όλα ανήκουν στο καθηγητή. Μεγάλο βήμα μπροστά αποτελούν ο δασκαλομαθητικές σχέσεις που επιδρούν σημαντικά στην ικανοποίηση των μαθητικών αναγκών, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και της αυτοαντίληψής τους με τη καλλιέργεια προσωπικών σχέσεων μεταξύ καθηγητών και μαθητών. Πιο πέρα προχωρούν οι διαμαθητικές σχέσεις, καθώς συμβάλλουν στη διασφάλιση της κοινωνικής αποδοχής των συνομηλίκων και ενισχύουν τις αρχές της συλλογικότητας και της συνεργασίας, ευνοούν τη συνεργατική μάθηση και την αλληλοδιδακτικές δραστηριότητες .
Η πραγμάτωση ουσιαστικής επικοινωνίας των παραγόντων της διδακτικής διαδικασίας έχει σημασία γιατί δεν αποτελεί μόνον μέσο για την αποτελεσματικότητά της αλλά και βασικό στόχο της. Οι σχέσεις που δημιουργούνται ορίζονται από αμοιβαία κατανόηση, και αλληλοσεβασμό. Στο ψυχολογικό τομέα συμβάλουν στην ανάπτυξη της προσωπικής ταυτότητας καθώς στηρίζονται στο άνοιγμα του Εγώ προς το Εσύ των άλλων προσώπων. Άλλωστε ξέρουμε πόσο διαμορφωτική επίδραση κατέχει για την παιδική και εφηβική ηλικία η ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων. Είναι αποκλειστικά και πρωταρχική ευθύνη του εκπαιδευτικού με την προσωπικότητα και το έργο του να συμβάλει στη δημιουργία προσωπικών σχέσεων. Αλλά και στη κατεύθυνση της απόκτησης γνώσης έχουν σημασία οι προσωπικές σχέσεις. Με έμμεσο τρόπο ο μαθητής έρχεται σε επικοινωνία με το διδακτικό αντικείμενο, γεγονός που διαμεσολαβείται από τις προσωπικές δασκαλομαθητικές σχέσεις. Στη κατεύθυνση της προσωπικής συνάντησης με το αντικείμενο συμβάλει και το συναισθηματικό κλίμα που κυριαρχεί στη σχολική τάξη ως αποτέλεσμα των γνήσιων και ειλικρινών προσωπικών σχέσεων.
Οι μορφές διδασκαλίας είναι ανάλογες με τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των παραγόντων της (καθηγητή-μαθητή-διδακτικού αντικειμένου). Στις δασκαλοκεντρικές μορφές διδασκαλίας, ο δάσκαλος αποτελεί τη κινητήρια δύναμη και το κέντρο της διδακτικής διαδικασίας. Αυτός ελέγχει και καθοδηγεί μονολογικά. Οι μικτές μορφές διδασκαλίας εμπλέκουν το μαθητή στην επικοινωνία και τη διδακτική διαδικασία. Αν και εδώ η παρουσία του καθηγητή είναι ουσιαστική και κυρίαρχη, οι μαθητές ενεργοποιούνται περισσότερο και ουσιαστικότερα, συμμετέχουν στο διάλογο και βοηθούνται στη συνεργασία και στην αλληλοεπικοινωνία. Στις μαθητοκεντρικές μορφές ο μαθητής γίνεται το κριτήριο των πάντων. Οι σχέσεις είναι ισότιμες και οι σχέσεις με το διδακτικό αντικείμενο γίνονται από σχέσης αναπαραγωγής της γνώσης σχέσεις παραγωγής της. Εδώ ταιριάζουν περισσότερο οι διαλεκτικές και διερευνητικές μορφές διδασκαλίας. Είναι βέβαια απαραίτητο να βοηθηθούν παρωθητικά οι μαθητές στις μορφές αυτές και τις διαδικασίες, να διδαχθούν και να εξοικειωθούν με τις συγκεκριμένες δεξιότητες, τις απαραίτητες για τη αποτελεσματικότητα των μορφών αυτών. Οι νέες αρχές συγκλίνουν προς τις τελευταίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι παραδοσιακές μορφές εγκαταλείπονται. Στη κρίση του καθηγητή είναι να ορίσει το βαθμό και το χρόνο χρήσης κάθε μορφής και συνδυαστικά ανάλογα με το ποιές (ακαδημαϊκές, συναισθηματικές, ή κοινωνικές) ανάγκες σχεδιάζει να ικανοποιήσει.. Οι ομαδοσυνεργατικές μορφές, μεταφέρουν το βάρος της όλης διαδικασίας στις ολιγομελείς ομάδες των μαθητων.
Η διαλεκτική διδασκαλία προβάλλεται περισσότερο από τη μονολογική, η οποία θεωρείται κυρίως ως μορφή που αρμόζει πιο πολύ στο παραδοσιακό σχολείο, όπου κυριαρχεί ο δασκαλοκεντρισμός και χαρακτηρίζεται από δογματισμό και κηρυγματικότητα. Ωστόσο η ολοκληρωτική απόρριψή της στις νέες συνθήκες δεν είναι χρήσιμη αφού και αυτή έχει σημαίνοντα ρόλο να διαδραματίσει στη διδακτική πράξη και όπου κυρίως χρειάζεται το αφηγηματικό και το περιγραφικό στοιχείο να φωτίσει και να παρουσιάσει πλευρές σημαντικές του θέματος., ή όταν ο καθηγητής θέλει να διεγείρει το συναισθηματικό κόσμο των μαθητών και να δημιουργήσει ανάλογα βιώματα.. Στη χρήση της πάντως απαιτείται μέτρο, παραστατικότητα από το καθηγητή και χρήση ανάλογη εποπτικού υλικού, σωστή διατύπωση και εκφορά του λόγου. Η μονολογική μορφή, τέλος, υστερεί στο βαθμό που μονοπωλεί το περισσότερο χρόνο της διδασκαλίας, στο ότι δε λαμβάνει υπόψη τις ατομικές μαθησιακές ιδιαιτερότητες των μαθητών και αποκλείει την εξατομίκευση, αδυνατώντας να συμβάλλει στην ανατροφοδότηση του καθηγητή και των μαθητών.
Η διαλεκτική διδασκαλία παρουσιάζεται με περισσότερα πλεονεκτήματα, καθώς έχει συνεργατικό και προσωπικό χαρακτήρα. Ο εκπαιδευτικός υπεύθυνα συντονίζει το διάλογο ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας στην οποία και αυτός ανήκει: ενθαρρύνει, συμβάλλει στην ισόρροπη συμμετοχή όλων, κεντρίζει στην ουσιαστική συνεισφορά όλων με ιδέες γνώμες, εμπειρίες και βιώματα. Η διαλεκτική διδασκαλία έχει έκδηλες ψυχολογικές ωφέλειες αφού είναι γνωστό πώς ο έφηβος αρέσκεται στην ερώτηση, στην αμφισβήτηση, στη διερεύνηση, στην αντιπαράθεση και στην εκφραση προσωπικών κρίσεων. Η συμμετοχή στο διάλογο προσφέρει ευκαιρίες για ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, στο βαθμό που οι γνώμες και οι διαφωνίες του μαθητή, εκλαμβάνονται ως θετική προσωπική συνεισφορά σ' αυτόν. συνδυασμός στη διδακτική πράξη των δυο μορφών διασφαλίζει τα θετικά της διαμεσολάβησης του εκπαιδευτικού και της διαμαθητικής επικοινωνίας. Είναι σημαντικό βήμα απομάκρυνσης από παλιότερες μονολιθικές μεθόδους, καθώς συνδυάζει τη συστηματική ενημέρωση και τη διαλεκτική διερεύνηση και αναπτύσσει τις γνωστικές, κριτικές και κοινωνικές ικανότητες του μαθητή. (Συνεχίζεται.).